Μια σειρά από προσομοιώσεις σε υπολογιστές έρχονται να προσφέρουν νέα μαθηματική υποστήριξη στη λεγόμενη «υπόθεση της γιαγιάς», δηλαδή τη θεωρία ότι οι άνθρωποι άρχισαν να ζουν περισσότερα χρόνια σε σχέση με τους συγγενείς τους, τους μεγάλους πιθήκους, επειδή οι γιαγιάδες βοήθησαν καθοριστικά στην ανατροφή των εγγονιών τους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου της Γιούτα των ΗΠΑ Κρίστεν Χοουκς, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας «Proceedings of Royal Society B» της Βασιλικής Εταιρίας επιστημών της Βρετανίας, αναφέρουν ότι «ο ρόλος των γιαγιάδων υπήρξε το αρχικό βήμα για να γίνουμε αυτό που είμαστε».
Οι μαθηματικοί υπολογισμοί του νέου μοντέλου δείχνουν, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, ότι με λίγη αρχική βοήθεια από τις γιαγιάδες -και άσχετα με το μέγεθος του ανθρώπινου εγκεφάλου- τα ζώα που έχουν αρχική διάρκεια ζωής όπως οι χιμπατζήδες, εξελίσσονται μέσα σε λιγότερο από 60.000 χρόνια έτσι ώστε να αποκτήσουν την κατά πολύ μεγαλύτερη διάρκεια ζωής των ανθρώπων. Ενώ οι θηλυκοί χιμπατζήδες σπάνια ζουν μετά την περίοδο ανατροφής των παιδιών τους (συνήθως πεθαίνουν κοντά στην ηλικία των 30 ετών), στο ανθρώπινο είδος οι γυναίκες ζουν επί δεκαετίες μετά την ανατροφή των απογόνων τους.
Σύμφωνα με τις νέες προσομοιώσεις, χάρη στη φροντίδα των παιδιών από τις γιαγιάδες -κάτι στο οποίο ξεχωρίζουμε από τους πιθήκους- τα παιδιά που φθάνουν στην ενηλικίωση, ζουν πολλά περισσότερα χρόνια, κάτι που παρατηρείται ήδη στους κυνηγούς-συλλέκτες. Σήμερα, οι χιμπατζήδες φθάνουν στην ενηλικίωση σε ηλικία 13 ετών και μετά κατά μέσο όρο ζουν για άλλα 15 έως 16 χρόνια, ενώ οι άνθρωποι στις ανεπτυγμένες χώρες σήμερα ενηλικιώνονται περίπου στα 19 και ζουν κατά μέσο όρο άλλα 60 χρόνια.
Η «υπόθεση της γιαγιάς» διατείνεται ότι όταν οι γιαγιάδες βοηθούν στη ανατροφή των εγγονιών τους, οι μητέρες (δηλαδή οι κόρες τους) είναι σε θέση να γεννήσουν περισσότερα παιδιά σε μικρότερα χρονικά διαστήματα. Καθώς αυξάνεται ο αριθμός των παιδιών που γεννιούνται, εκείνες οι λίγες γυναίκες που έζησαν αρκετά, ώστε οι ίδιες να γίνουν γιαγιάδες, είχαν περισσότερες ευκαιρίες να περάσουν τα γονίδια της μακροζωίας σε περισσότερους απογόνους τους και, κάπως έτσι, τελικά αυξάνεται ο μέσος όρος ζωής των ανθρώπων.
Η «υπόθεση της γιαγιάς» προτάθηκε για πρώτη φορά το 1997 από τους αμερικανούς ανθρωπολόγους Κρίστεν Χόουκς, Τζέημς Ο’Κόνελ (πανεπιστήμιο Γιούτα) και Νίκολας Μπλέρτον (πανεπιστήμιο Καλιφόρνια Λος ‘Αντζελες-UCLA). Η θεωρία συζητείται από τότε κατά πόσο είναι σωστή. Μια κριτική έως τώρα ήταν ότι δεν διέθετε ένα μαθηματικό-βιολογικό μοντέλο να την στηρίζει, κάτι που πλέον ισχυρίζεται ότι αποτελεί η νέα μελέτη.
Η εν λόγω ανθρωπολογική θεωρία προέκυψε από επιτόπιες παρατηρήσεις των ερευνητών, στη δεκαετία του ΄80, σε φυλές κυνηγών-συλλεκτών της Τανζανίας, όπου ήταν αισθητός ο σημαντικός ρόλος των γιαγιάδων. Σύμφωνα με τη Χόουκς, στις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν στην Αφρική πριν από 2 εκατ. χρόνια, μια μητέρα δεν μπορούσε να αποκτήσει το επόμενο παιδί της, αν προηγουμένως δεν είχε διασφαλίσει τη διατροφή του υπάρχοντος – και εδώ υπεισήλθε ο ζωτικός ρόλος των γιαγιάδων που ανέλαβαν να βρίσκουν τροφή για τα εγγόνια τους.
Το νέο μαθηματικό-βιολογικό μοντέλο υποθέτει ότι οι γυναίκες γίνονταν γιαγιάδες σε ηλικία 45-75 ετών, ότι μπορούσαν να ανατρέφουν έως ένα εγγόνι (όχι κατ’ ανάγκη της κόρης τους), ότι κάθε νεογέννητο παιδί είχε πιθανότητα 5% να εμφανίσει κάποια μετάλλαξη γονιδίου που οδηγούσε σε μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και, ακόμα, ότι μόνο το 1% των γυναικών έφθαναν στην κατάλληλη ηλικία να γίνουν γιαγιάδες. Παρά όλους αυτούς τους περιορισμούς, οι υπολογισμοί δείχνουν ότι, σε 24.000 έως το πολύ 60.000 χρόνια, περίπου το 43% των ενήλικων γυναικών ενός πληθυσμού ήσαν πλέον γιαγιάδες και, παράλληλα, ότι μετά την ενηλικίωση διπλασιάζονταν από 25 σε 49 τα χρόνια επιβίωσης ενός ανθρώπου (χάρη στην προηγούμενη συμβολή των γιαγιάδων στην ανατροφή τους).
Πάντως υπάρχουν διάφορες αμφιβολίες για την ορθότητα της παραπάνω θεωρίας. Για παράδειγμα, μια εναλλακτική προσομοίωση από άλλους ερευνητές αντιτείνει ότι υπήρχαν υπερβολικά λίγες ζωντανές και διαθέσιμες γυναίκες, που θα είχαν περάσει τα γόνιμα χρόνια τους και θα ήταν πλέον σε θέση να παίξουν το ρόλο των γιαγιάδων.
H βασική ανταγωνιστική -και πιο διαδεδομένη- «θεωρία του κυνηγιού» υποστηρίζει ότι οι ανάγκες για εξεύρεση τροφής μέσα από το κυνήγι ήταν κυρίως εκείνες που οδήγησαν σε ένα μεγαλύτερο ανθρώπινο εγκέφαλο και αυτός, με τη σειρά του, διευκόλυνε την επέκταση της διάρκειας της ζωής.