Οι εισαγγελείς που είναι μέλη της ομάδας έρευνας που έχει συγκροτήσει ο ειδικός ανακριτής με εισαγγελικά καθήκοντα Ρόμπερτ Μάλερ, δήλωσαν σε ομοσπονδιακό δικαστή ότι ο πρώην πρόεδρος της προεκλογικής εκστρατείας του προέδρου Τραμπ, Πολ Μάναφορτ παραβίασε τη συμφωνία συνεργασίας που έχει υπογράψει, σύμφωνα με το ABC News που επικαλέστηκε δικαστικά έγγραφα.
«Μετά την υπογραφή της συμφωνίας παραδοχής της ενοχής του, ο Μάναφορτ τέλεσε ομοσπονδιακά εγκλήματα, καθώς είπε ψέματα στο FBI, αλλά και στο γραφείο του ειδικού ανακριτή για μία σειρά ζητημάτων, ενώ η στάση του αυτή, αποτελεί αθέτηση της συμφωνίας», ανέφεραν τα δικαστικά έγγραφα.
Από την πλευρά του, η νομική ομάδα του Μάναφορτ αμφισβήτησε την κατηγορία, δηλώνοντας στον ομοσπονδιακό δικαστή ότι ο πρώην σύμβουλος του Τραμπ «πιστεύει πως έδωσε αληθείς πληροφορίες και δεν συμφωνεί με το χαρακτηρισμό που του αποδίδεται ή με τον ισχυρισμό ότι αθέτησε τη συμφωνία».
Η κατάθεση εγγράφων στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Ουάσινγκτον επαναφέρει στο προσκήνιο της επικαιρότητας τις εικασίες που είχαν εκφραστεί σχετικά με την αποτελεσματικότητα της συνεργασίας μεταξύ του Μάναφορτ και της έρευνας που διεξάγεται για την υπόθεση εμπλοκής της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016.
Στις αρχές του μήνα, υπήρξε κλιμακούμενη ένταση μεταξύ του Μάλερ και του Μάναφορτ, για την έλλειψη συνεργασίας μεταξύ του πρώην πρόεδρου της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και της έρευνας, όπως είχαν δηλώσει στο ABC News πολλαπλές πηγές που είχαν λάβει γνώση των εξελίξεων, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο Μάναφορτ είχε δεχτεί ερωτήσεις για μία σειρά από ζητήματα που σχετίζονται με την έρευνα από τον Σεπτέμβριο, οπότε και συμφώνησε αρχικά να συνεργαστεί με την έρευνα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές.
Ωστόσο, οι συνεργάτες του Μάλερ, «δεν έπαιρναν αυτό που ζητούσαν», δήλωσε χαρακτηριστικά μία πηγή που γνωρίζει σχετικά με τις συζητήσεις που έγιναν.
Ο Μάναφορτ παραδέχτηκε την ενοχή του για δύο κατηγορίες που σχετίζονται με τη διάπραξη συνωμοσίας και συμφώνησε σε μία «πλατιά» συνεργασία με τον ειδικό ανακριτή στο πλαίσιο της ίδιας συμφωνίας.
Σύμφωνα με τους συνεργάτες του Μάλερ, η συνεργασία του Μάναφορτ συμπεριελάμβανε «καταθέσεις, ενημερώσεις, παράδοση εγγράφων, αλλά και καταθέσεις για άλλα θέματα», που έχουν σχέση με την έρευνα.
Ο Μάλερ ανέλαβε την ευθύνη διεξαγωγής της έρευνας του FBI για την υπόθεση εμπλοκής της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016, τον Μάιο του 2017, αμέσως μετά την απόλυση του πρώην διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμεϊ, από τον πρόεδρο Τραμπ.
Ο ειδικός ανακριτής πέρα από τα ανακριτικά του καθήκοντα και την ειδική ομάδα έρευνας που έχει οργανώσει, έχει και εισαγγελικά καθήκοντα απαγγελίας κατηγοριών, υπό τη σύμφωνη γνώμη ειδικού σώματος ενόρκων (grand jury).
Ο Μάλερ διερευνά το ενδεχόμενο παρεμπόδισης του έργου της δικαιοσύνης από τον πρόεδρο Τραμπ ή άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους μέσω της απόλυσης του Κόμεϊ που ερευνούσε τις επικοινωνίες που είχε με Ρώσους αξιωματούχους ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Μάικλ Φλιν, που συνεργάστηκε τελικά με τις ανακριτικές αρχές και αναμένει την ανακοίνωση της ποινής του, μέσα στον Δεκέμβριο.
Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς είχε αυτοεξαιρεθεί από την έρευνα για τη Ρωσία, παραχωρώντας την αρμοδιότητα αυτή, στον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Ροντ Ρόζενσταϊν. Η κίνηση αυτοεξαίρεσης του Σέσιονς είχε προκαλέσει την οργή του προέδρου Τραμπ, που εκδηλώθηκε με την απόλυσή του στις 7 Νοεμβρίου.
Στο επίκεντρο της κριτικής του Αμερικανού προέδρου βρέθηκε και ο Ρόζενσταϊν, ο οποίος γλίτωσε την απόλυσή του, μετά από συνάντηση που είχε πρόσφατα με τον πρόεδρο Τραμπ.