Οι παγκόσμιοι δείκτες γεννητικότητας έχουν μειωθεί κατά το ήμισυ από το 1950, ο πληθυσμός όμως αυξάνεται.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από έρευνα που πραγματοποίησε το επιστημονικό περιοδικό The Lancet και δημοσιεύτηκε χθες.
Ο συνολικός δείκτης γεννητικότητας ή ο μέσος αριθμός παιδιών που μια γυναίκα θα μπορούσε να αποκτήσει σε όλα τα αναπαραγωγικά της χρόνια, μειώθηκε από 4,7 γεννήσεις το 1950 σε 2,4 το 2017.
Ταυτόχρονα, ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει σχεδόν τριπλασιαστεί από το 1950, φτάνοντας τα 7,6 δισεκατομμύρια από 2,6. Μάλιστα από το 1985 κάθε χρόνο προστίθενται στον πληθυσμό της Γης σχεδόν 84 εκατομμύρια άνθρωποι.
«Καθώς οι γυναίκες συμμετέχουν περισσότερο στην εκπαίδευση και στην εργασία και παράλληλα έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, η γεννητικότητα έχει μειωθεί τρομερά, προς έκπληξη όλων» ανέφερε ο επικεφαλής της έρευνας δρ Κρίστοφερ Μάρεϊ, διευθυντής Ινστιτούτου στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον. «Και αυτό ισχύει ιδίως για τις νεότερες γυναίκες».
Άλλοι παράγοντες που συντελούν στην πτώση της γεννητικότητας είναι η μείωση των βρεφικών θανάτων και οι γάμοι σε μεγαλύτερες ηλικίες.
«Η ηλικία στην οποία παντρεύονται οι γυναίκες μεγαλώνει» ανέφερε ο James Kiarie, συντονιστής της Ομάδας Αναπαραγωγής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. «Ο γάμος αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες κινητήριες δυνάμεις ώστε οι άνθρωποι να αποκτούν παιδιά», τόνισε.
«Ο κόσμος είναι πραγματικά μοιρασμένος»
Ενώ οι συνολικοί δείκτες γεννητικότητας έπεσαν και στις 195 χώρες και περιοχές που ερευνήθηκαν, περίπου οι μισές βρίσκονται πάνω από το όριο αναπλήρωσης του πληθυσμού και οι άλλες μισές κάτω από αυτό. Αναπλήρωση νοείται η διαδικασία απόλυτης αριθμητικά αντικατάστασης του πληθυσμού από γενιά σε γενιά, χωρίς να υπολογίζεται η μετανάστευση.
Για παράδειγμα μία γυναίκα στην Κύπρο απέκτησε ένα παιδί κατά μέσο όρο το 2017, ενώ μία γυναίκα στη Νιγηρία απέκτησε 7,1. Το εύρος αυτό είναι μικρότερο από τη δεκαετία του 1950 κατά την οποία οι δείκτες κυμαίνονταν από 1,7 γεννήσεις στην Ανδόρα έως 8,9 στην Ιορδανία.
«Ο κόσμος στην πραγματικότητα είναι μοιρασμένος σε δύο κομμάτια» ανέφερε ο Μάρεϊ. «Μετά από μία γενιά το ζήτημα δεν θα είναι η αύξηση του πληθυσμού, αλλά η μείωσή του και οι πολιτικές για τη μετανάστευση».
Σε χώρες που θέλουν να προωθήσουν τη γεννητικότητα, η δημιουργία οικονομικών κινήτρων για τις οικογένειες, συμπεριλαμβανομένης και της γονεϊκής άδειας, έχουν αποδειχθεί ότι έχουν φτωχά αποτελέσματα. Τουλάχιστον σε 33 χώρες, κυρίως στην Ευρώπη, μειώθηκε ο πληθυσμός μεταξύ 2010 και 2017.
«Η χώρα που έχει τη μεγαλύτερη ανησυχία είναι η Κίνα, όπου ο αριθμός των εργαζομένων μειώνεται και αυτό έχει μία άμεση επίδραση στις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης. Σε ένα μέρος όμως όπως η Ινδία, που είναι ακόμη πάνω από το όριο αναπλήρωσης, αλλά πολύ σύντομα θα είναι κάτω από αυτό, αυτή είναι μία δραματική αλλαγή», επεσήμανε ο Μάρεϊ.
Ωστόσο η πορεία του παγκόσμιου πληθυσμού δεν φαίνεται να αντιστρέφεται. Αναφορά του ΟΗΕ προέβλεψε πέρυσι ότι ο πληθυσμός θα αυξηθεί στα 9,8 δισεκατομμύρια μέχρι το 2050 και στα 11,2 μέχρι το 2100. Μάλιστα πάνω από το μισό της αύξησης μεταξύ του 2017 και του 2050 θα σημειωθεί στην Αφρική.
Προσφάτως κομμάτια της Αφρικής και της Ασίας έχουν ουσιωδώς μειώσει τους δείκτες γεννητικότητας. Οι χώρες στις οποίες σημειώνεται σημαντική μείωση είναι αυτές που προηγουμένως δεν ακολουθούσαν πολιτικές αντισύλληψης και όταν μπήκε στο πλάνο ο οικογενειακός σχεδιασμός, απέδωσε σημαντικά.
Ο τρόπος ζωής συνεχίζει να σκοτώνει εκατομμύρια
Άλλες έρευνες δείχνουν ότι αυξάνεται η συχνότητα της παχυσαρκίας και της σωματικής αδράνειας σε κάθε έθνος, συντελώντας στην αύξηση των δεικτών θνησιμότητας σε μερικές χώρες. Επίσης είναι μεγάλο και το «φορτίο» των μη μεταδοτικών ασθενειών, που συνέβαλε στα περίπου 3/4 των θανάτων παγκοσμίως το 2017. Οι παράγοντες υψηλού κινδύνου ήταν ο διαβήτης, η αρτηριακή πίεση, η παχυσαρκία και το κάπνισμα.
Το προσδόκιμο ζωής έχει επίσης αυξηθεί σε μέσο όρο από το 1950, σκαρφαλώνοντας από τα 48,1 έτη στα 70,5 για τους άνδρες και από τα 52,9 στα 75,6 για τις γυναίκες, σύμφωνα με την έρευνα. Ωστόσο αν και οι γυναίκες ζουν περισσότερο, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν και καλύτερη υγεία.