Την υπογραφή τους στην αίτηση που υπέβαλαν τρεις αδελφές, οι οποίες ζητούν να εκτελεστεί ο πατέρας τους, που σκότωσε τη μητέρα τους, έβαλαν σχεδόν 150.000 Νοτιοκορεάτες. Με την υπόθεση να έχει τροφοδοτήσει τη συζήτηση για την ενδοοικογενειακή βία στη χώρα.
Αφού υπέστη επί χρόνια την κακοποίηση στα χέρια του συζύγου της, η μητέρα των τριών κοριτσιών πέθανε όταν τη μαχαίρωσε την προηγούμενη εβδομάδα στον χώρο στάθμευσης του σπιτιού της.
«Ο πατέρας μας είναι ένας φρικτός εγκληματίας… Ζητάμε να καταδικαστεί σε θάνατο, προκειμένου να μην υπάρξουν άλλα θύματα», επισημαίνουν οι τρεις αδελφές στην αίτησή τους, που αναρτήθηκε στον ιστότοπο της νοτιοκορεατικής προεδρίας.
Σήμερα το απόγευμα (τοπική ώρα) η αίτηση είχε ήδη συγκεντρώσει 147.333 υπογραφές, σύμφωνα με το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο θάνατος εξακολουθεί να περιλαμβάνεται στον ποινικό κώδικα της Νότιας Κορέας, όμως έχει να εφαρμοστεί από το 1997. Η δολοφονία αυτή έφερε ξανά στο φως τη χαλαρότητα με την οποία η Δικαιοσύνη της χώρας αντιμετωπίζει την ενδοοικογενειακή βία, συστήνοντας συνήθως στους δράστες να συμβουλευθούν ψυχολόγο ή επιβάλλοντάς τους απλώς περιοριστικά μέτρα.
Σύμφωνα με την Επιτροπή του ΟΗΕ για την Εξάλειψη των Διακρίσεων εις βάρος των Γυναικών, σχεδόν οι μισές καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία που κατατέθηκαν το 2015 στη Νότια Κορέα μπήκαν στο αρχείο. Οι οργανώσεις προάσπισης των δικαιωμάτων εξηγούν ότι η τρέχουσα νομοθεσία φροντίζει κυρίως την προστασία της οικογενειακής δομής και όχι την τιμωρία των δραστών, κάτι που δεν λύνει το πρόβλημα.
«Οι δράστες πρέπει να τιμωρούνται και όχι να τους συστήνεται να ζητήσουν βοήθεια», εκτίμησε σήμερα ο Κιμ Μιγιούνγκ-τζιν, μέλος μιας οργάνωσης στη διάρκεια διαδήλωσης στη Σεούλ.
Ο πατέρας των τριών κοριτσιών συνελήφθη και σύμφωνα με κάποια μέσα ενημέρωσης, παραδέχθηκε ότι σκότωσε τη σύζυγό του. Όμως ο δικηγόρος του δήλωσε ότι πλέον ο πελάτης του «λυπάται» για την πράξη του.
Οι κόρες του ωστόσο καταγγέλλουν ότι η μητέρα τους ήταν θύμα της βίας του πατέρα τους επί 20 χρόνια, ενώ δεχόταν και απειλές για τη ζωή της.
«Ακόμη και μετά το διαζύγιό τους, ο πατέρας μας ερχόταν στο σπίτι κρατώντας ένα μαχαίρι», δήλωσε ένα από τα κορίτσια στην εφημερίδα Chosun Ilbo. «Κάθε φορά που γινόταν αυτό, έπρεπε να φύγουμε».
Η μητέρα τους ζούσε κυνηγημένη, κρυβόταν σε καταφύγια για γυναίκες ή στην εξοχή επί μήνες. Όμως, κάθε φορά ο πατέρας τους κατάφερνε να την εντοπίσει και τη χτυπούσε, σύμφωνα με τις κόρες του.
«Μια μέρα ο πατέρας μου ακολούθησε την αδελφή μου και ανακάλυψε πού ζούσαμε», διηγήθηκε μία εξ αυτών. Και πρόσθεσε: «Κρατούσε ένα μαχαίρι, κολλητική ταινία και καλώδια και απειλούσε να μας σκοτώσει. Ζούσαμε πάντα μέσα στον φόβο. Μετακομίσαμε έξι φορές σε τέσσερα χρόνια».