Πιθανή παράταση της μεταβατικής περιόδου μετά το Brexit δεν θα μειώσει την ανάγκη την Ιρλανδίας για «backstop», για αποφυγή της επαναφοράς σκληρού συνόρου ανάμεσα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και τη Βόρεια Ιρλανδία, προειδοποιεί ο Ιρλανδός πρωθυπουργός Λίο Βαράντκαρ.
Σναπόκειται στην πρωθυπουργό της Βρετανίας να αποφασίσει εάν θα αψηφήσει την αντίσταση του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος της Βόρειας Ιρλανδίας και θα συμφωνήσει στο προτεινόμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση «backstop», το οποίο εν δυνάμει θα υψώσει τελωνειακούς φραγμούς ανάμεσα στην Βρετανία και τη Βόρεια Ιρλανδία, τόνισε.
Ο Ιρλανδός πρωθυπουργός εξήγησε ότι πρόκειται για απόφαση που πρέπει να λάβει η ίδια η Τερέζα Μέι, αλλά προειδοποίησε ότι χωρίς το ιρλανδικό «backstop» οποιαδήποτε συμφωνία διαζυγίου επιτευχθεί μπορεί να μην επικυρωθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Ιρλανδός πρωθυπουργός επανέλαβε την προειδοποίηση ότι η επιστροφή των τελωνειακών ελέγχων στα σύνορα της χώρας του με την Βόρεια Ιρλανδία απειλεί να επαναφέρει την βία στην βρετανική επαρχία.
Ως προς την προοπτική της παράτασης της μεταβατικής περιόδου, δήλωσε: «Είμαι ανοικτός στην ιδέα της παράτασης… Αλλά αυτό δεν αποτελεί εναλλακτική λύση σε ένα νομικά δεσμευτικό ιρλανδικό “backstop”. Κατά συνέπεια, φυσικά δεν αποτελεί εναλλακτική λύση, είναι απλώς κάτι που πρέπει να αποτελεί μέρος του μείγματος».
Η συμφωνία για το «backstop» ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο του Δεκεμβρίου 2017 προβλέπει ότι, εάν δεν υπάρξει άλλη λύση για το ζήτημα των ιρλανδικών συνόρων, η Βόρεια Ιρλανδία θα παραμείνει εντός της ευρωπαϊκής τελωνειακής ένωσης. Αυτό θα διασφαλίζει ότι δεν θα υπάρξει «σκληρό σύνορο» ανάμεσα στην Δημοκρατία της Ιρλανδίας και την Βόρεια Ιρλανδία, που θα είναι το μόνο χερσαίο σύνορο ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit. Όμως, οι Ενωτικοί της Βόρειας Ιρλανδίας δεν δέχονται η Βόρεια Ιρλανδία να διέπεται από διαφορετικό καθεστώς σε σχέση με το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit, τον Μάρτιο 2019.
Κατά συνέπεια, η δημιουργία συνόρων ανάμεσα στην Βόρεια Ιρλανδία και την βρετανική νήσο, τα οποία θα τοποθετηθούν στην θάλασσα της Ιρλανδίας είναι για τους Ενωτικούς προτεστάντες κόκκινη γραμμή. Όχι όμως και για τους Ρεπουμπλικανούς καθολικούς. Και, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ούτε για την πλειοψηφία των νέων Βορειοϊρλανδών που επιθυμούν τη παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ανοικτά σύνορα με την Δημοκρατία της Ιρλανδίας, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Εν ολίγοις, το διαζύγιο ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο απαιτεί την δημιουργία «σκληρού συνόρου» ανάμεσα στο ευρωπαϊκό μπλοκ και τη βρετανική επικράτεια. Διαφορετικά, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει από την Ένωση έχοντας διατηρήσει τα προνόμιά του στις εμπορικές συναλλαγές με την ΕΕ και έχοντας απεμπολήσει όλες τις υποχρεώσεις που ισχύουν για τα κράτη μέλη. Τέτοιο καθεστώς θα ισοδυναμούσε με τη θεσμοθέτηση του μεγαλύτερου και πλέον σκανδαλώδους opt out που θα έχει επιτύχει το Ηνωμένο Βασίλειο στην ιστορία των σχέσεών του με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό το αναγκαίο «σκληρό σύνορο» δεν μπορεί να τοποθετηθεί στο νησί της Ιρλανδίας, για να μην τιναχθούν στον αέρα οι ειρηνευτικές συμφωνίες του 1998. Κατά συνέπεια, το μόνο σημείο στο οποίο μπορεί να τοποθετηθεί είναι η θάλασσα που χωρίζει την Βόρεια Ιρλανδία και την Βρετανία.