«Ήμουν πρόσφατα στο αγαπημένο μου μπαρ, λίγα τετράγωνα από το διαμέρισμά μου, όταν ήρθε να με χαιρετήσει και να με φιλήσει στο μάγουλο ο άνδρας που με βίασε».
Με αυτόν τον τρόπο ξεκινάει το δημοσίευμα της αρθρογράφου των New York Times Μάρα Γκέι με αφορμή την υπόθεση της σεξουαλικής επίθεσης εναντίον της Κριστίν Μπλέιζι Φορντ από τον Μπρετ Κάβανο, τον άνθρωπο που ο Ντόναλντ Τραμπ έχει χρίσει υποψήφιο για μια έδρα στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Το άρθρο συνεχίζει ως εξής:
«Είχα πάνω από δέκα χρόνια να τον δω και προς στιγμήν σοκαρίστηκα. Αυτό σημαίνει όμως να είσαι γυναίκα: χαμογελάς ευγενικά παρά τις χιλιάδες προσβολές της ζωής, μέσα σε ένα σώμα που μερικές φορές νιώθεις ότι δεν είναι δικό σου.
Η Κριστίν Μπλέιζι Φορντ, που την περασμένη εβδομάδα διηγήθηκε τη χειρότερη στιγμή της ζωής της ενώπιον όλης της χώρας, το ξέρει. Η διήγησή της για το πώς έπεσε σε ένα σούπερ μάρκετ πάνω στον συνεργάτη της σεξουαλικής επίθεσης που λίγο νωρίτερα είχε δεχθεί άγγιξε τόσο εμένα όσο και πολλές άλλες γυναίκες.
Για πολλές από εμάς, αυτή η εβδομάδα αποτέλεσε ένα συλλογικό πένθος. Παρακολουθούσαμε τη δρα Μπλέιζι και θυμόμασταν.
Καθίσαμε δίπλα στη δρα Μπλέιζι σε εκείνη την αίθουσα της Γερουσίας, κοιτάζοντας μια θάλασσα ασπρομάλληδων ανδρών.
Νιώσαμε τα μάτια εκατομμυρίων Αμερικανών πάνω μας, να αναρωτιούνται αν λέγαμε την αλήθεια.
Είδαμε έναν ομοσπονδιακή δικαστή να φουσκώνει από οργή, σαν να μπορούσε να εισχωρήσει μέσα στους τηλεοπτικούς δέκτες και να μας αρπάξει.
Έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που έπεσα θύμα βιασμού και το αγόρι που με βίασε είναι πλέον άνδρας. Από τότε που τελειώσαμε το σχολείο ζούμε σε διαφορετικές πολιτείες. Το πιθανότερο είναι ότι δεν με σκέπτεται καθόλου, ενώ εγώ σκέπτομαι ξανά και ξανά τη στιγμή που μπήκε μέσα μου χωρίς τη συγκατάθεσή μου, λες και το να θυμάμαι αυτό το γεγονός θα μου επιτρέψει να γυρίσω πίσω στο χρόνο και να το εμποδίσω.
Ποτέ ως τώρα δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να μοιραστώ την ιστορία μου, γιατί είναι συνηθισμένη, πολλές γυναίκες έχουν περάσει πολύ χειρότερα. Εκείνο το βράδυ είχαμε πιει πολύ, εκείνος περισσότερο από μένα. Θεώρησα ότι δεν ήξερε τι έκανε και ότι στη συνέχεια δεν θυμόταν (κάτι που οι άντρες στη ζωή μου στους οποίους το είπα, και τους οποίους αγαπώ και εμπιστεύομαι, απορρίπτουν). Και έτσι σκέφτηκα ότι δεν υπήρχε τίποτα να πω.
Βλέποντας όμως την ιστορία της δρα Μπλέιζι να απειλεί να ακυρώσει έναν διορισμό στο Ανώτατο Δικαστήριο, το ξανασκέφτηκα.
Το να διηγούμαστε τις ιστορίες μας είναι δύσκολο, αλλά υπάρχει δύναμη σε αυτές τις ιστορίες. Όταν τις λέμε δημοσίως, απελευθερωνόμαστε από την ντροπή που δεν θα έπρεπε ποτέ να έχουμε νιώσει. Δεν ήθελα να κρατώ άλλο μέσα μου την ιστορία μου. Ήθελα να την πω και να λυτρωθώ.
Και δεν θέλω πια να είναι αυτό πρόβλημα μόνο των γυναικών, θέλω να γίνει πρόβλημα της Αμερικής. Θέλω να γίνει πρόβλημα του Κογκρέσου. Θέλω να γίνει πρόβλημα κάθε γερουσιαστή που πιστεύει τη δρα Μπλέιζι, αλλά ψηφίζει τον υποψήφιο για το Ανώτατο Δικαστήριο. Θέλω να γίνει πρόβλημα κάθε άντρα που είδε, αλλά δεν μίλησε.
Η δρ Μπλέιζι είπε ότι μοιράστηκε την ιστορία της επειδή ήταν καθήκον της ως πολίτη. Πού είναι το δικό τους καθήκον;
Έγινα άλλη μια γυναίκα σε αυτή τη χώρα που είπε την ιστορία της. Διηγηθήκαμε τις πιο δύσκολες στιγμές των ζωών μας ελπίζοντας ότι έτσι θα γίνουν τα πράγματα καλύτερα και ότι δεν θα πάθει τα ίδια άλλο ένα κορίτσι, άλλη μια γυναίκα. Κάναμε το καθήκον μας. Τώρα εναπόκειται στους άνδρες αυτής της χώρας να μας ακούσουν. Μας το χρωστούν ως πολίτες και ως ανθρώπινα όντα».