Αμερικανοί βουλευτές τάχθηκαν σήμερα υπέρ της απαγόρευσης των γεμιστήρων μεγάλης χωρητικότητας, μετά τη σφαγή στον κινηματογράφο της Ορόρα, στο Ντένβερ, που στοίχισε τη ζωή σε 12 ανθρώπους.
«Πρέπει να σημάνουμε συναγερμό», είπε ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Φρανκ Λότενμπεργκ σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε. «Δεν μπορούμε να αφήνουμε το NRA (το λόμπι των υποστηρικτών της οπλοκατοχής) να υψώνει εμπόδια σε λογικές μεταρρυθμίσεις», πρόσθεσε, υπογραμμίζοντας ότι ο ύποπτος για την επίθεση στην Ορόρα είχε μαζί του ένα πυροβόλο με γεμιστήρα που περιείχε 100 σφαίρες.
Στο πλευρό του Λότενμπεργκ τάχθηκε η βουλευτής των Δημοκρατικών Κάρολιν Μακάρθι, η οποία συμμετέχει ενεργά εδώ και πολλά χρόνια στον αγώνα κατά της οπλοκατοχής. Το 1993 ένας ένοπλος άνδρας με ψυχολογικά προβλήματα σκότωσε τον σύζυγό της και τραυμάτισε σοβαρά τον γιο της.
Η οπλοκατοχή «δεν έχει καμία σχέση με τα δικαιώματα που αναφέρονται στο 2ο άρθρο» του συντάγματος, που εγγυάται το δικαίωμα στην οπλοκατοχή, είπε η Μακάρθι δείχνοντας τη φωτογραφία ενός ημιαυτόματου όπλου. «Αυτό, προορίζεται για την αστυνομία και το στρατό», τόνισε.
Η Μακάρθι κατήγγειλε επίσης τη στάση του NRA που «συγκεντρώνει μεγάλα χρηματικά ποσά» με σκοπό να μπορέσει «να επηρεάσει το Κογκρέσο», όπως είπε.
Παρών στη συνέντευξη Τύπου ήταν και ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ που εξέφρασε την ελπίδα τα γεγονότα της Ορόρα να οδηγήσουν σε ένα «εθνικό διάλογο» για το τι θα πρέπει να γίνει στο εξής όσον αφορά την αγορά όπλων. Ο γερουσιαστής, που ζήτησε να ψηφιστούν «υπεύθυνοι και λογικοί νόμοι», σημείωσε ότι «στο εθνικό πρόβλημα αξίζει μια εθνική απάντηση».
Ωστόσο, τέσσερις μήνες πριν τις προεδρικές εκλογές, ούτε οι Δημοκρατικοί που πλειοψηφούν στη Γερουσία, ούτε οι Ρεπουμπλικάνοι που έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, δεν δείχνουν έτοιμοι να ξεκινήσουν μια ευρεία συζήτηση για το θέμα του ελέγχου της οπλοκατοχής.
Μετά την επίθεση στην Ορόρα οι πωλήσεις όπλων στο Κολοράντο εκτοξεύτηκαν στα ύψη, σύμφωνα με την εφημερίδα Denver Post.