Οι αρχές της Χιλής διενεργούν έρευνες σχετικά με 36 υποθέσεις στις οποίες κατηγορούνται για σεξουαλικές κακοποιήσεις επίσκοποι, κληρικοί, διάκονοι και άλλοι εργαζόμενοι της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας της λατινοαμερικάνικης χώρας, γνωστοποίησε η εθνική εισαγγελία τη Δευτέρα.
Οι έρευνες αυτές αφορούν καταγγελίες που συγκαταλέγονται σε 144 υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης, στις οποίες ενέχονται 158 εργαζόμενοι της εκκλησίας από το 2000, διευκρίνισε η εισαγγελία σε ανακοίνωσή της.
Τα στοιχεία αυτά δόθηκαν στη δημοσιότητα κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου την οποία παραχώρησε στην πρωτεύουσα Σαντιάγο ο Λουίς Τόρες, επικεφαλής των διευθύνσεων εγκλημάτων κατά ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας στην εθνική εισαγγελία της Χιλής.
«Συναντηθήκαμε (με στελέχη της ρωμαιοκαθολικής ιεραρχίας) και επιδιώξαμε να συμφωνηθεί μια συντονισμένη προσέγγιση που θα βοηθήσει να προχωρήσουν οι υποθέσεις» για τις οποίες διενεργούνται έρευνες, τόνισε ο Τόρες, όπως μεταδίδει το Reuters και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Οι εθνικές εισαγγελικές αρχές της Χιλής συγκέντρωσαν τα στοιχεία σχετικά με τις καταγγελίες από όλη τη χώρα για πρώτη φορά, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να ελέγξουν πλήρως το σκάνδαλο σεξουαλικών κακοποιήσεων από ιερωμένους και εργαζόμενους στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία που επιμένει να επανέρχεται διαρκώς στη δημοσιότητα.
Μέχρι τώρα, οι περισσότερες υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης από ιερωμένους που είχαν δει το φως της δημοσιότητας είχαν παραγραφεί και τις χειριζόταν η ρωμαιοκαθολική ιεραρχία με βάση το εκκλησιαστικό δίκαιο. Όμως οργανώσεις εκπροσώπησης των θυμάτων καταγγέλλουν ότι οι ποινές που επιβάλλονταν ήταν υπερβολικά επιεικείς, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας των εγκλημάτων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η ρωμαιοκαθολική ιεραρχία δεν προχώρησε σε απολύτως καμία ενέργεια.
Πέρα από τις 36 υποθέσεις για τις οποίες διενεργούνται έρευνες, άλλες 108 έχουν κλείσει, με 23 πρόσωπα να έχουν καταδικαστεί, δύο να έχουν απαλλαγεί και 22 υποθέσεις να έχουν παραπεμφθεί σε άλλους δικαστικούς, διότι οι καταγγελθείσες αξιόποινες πράξεις είχαν τελεστεί πριν από το έτος 2000. Οι υπόλοιπες παραγράφηκαν εξαιτίας έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων ή για άλλες αιτίες, σύμφωνα με την εθνική εισαγγελία.
Από τους κατηγορούμενους, 139 είναι επίσκοποι, ιερείς και διάκονοι. Από τα 266 φερόμενα ως θύματα, τα 178 ήταν παιδιά ή στην εφηβεία όταν τελέστηκαν οι αξιόποινες πράξεις τς οποίες κατήγγειλαν.
Τον Μάιο, ο πάπας Φραγκίσκος κάλεσε τους 34 επισκόπους της Χιλής στη Ρώμη, όπου τους εγκάλεσε με δριμύτητα εξαιτίας των ευρημάτων που περιέχονταν σε μια έκθεση που συνέταξε ο επικεφαλής ερευνητής του για υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης. Στην έκθεση αυτή γίνεται λόγος για «σοβαρή αμέλεια» και παραλείψεις στις έρευνες γύρω από τις καταγγελίες ότι παιδιά υπέστησαν σεξουαλική κακοποίηση και ότι αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν έχουν καταστραφεί.
Η Αν Μπάρετ-Ντόιλ, στέλεχος της αμερικανικής οργάνωσης Bishop Accountability, τόνισε στο πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς ότι οι υποθέσεις οι οποίες έχουν φθάσει στις αρχές πιθανότατα αποτελούν «σταγόνα στον ωκεανό» σε σύγκριση με τον αριθμό των υποθέσεων που έχουν αναφερθεί μόνο στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία, αλλά και εκείνες για τις οποίες δεν έχει υπάρξει καμιά καταγγελία.
«Αυτό που είναι αληθινά σημαντικό εδώ είναι πως η εισαγγελία ανέλαβε με υπεύθυνο τρόπο δράση εναντίον της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας», συνέχισε. «Είναι πλέον σαφές ότι η ατιμωρησία της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στη Χιλή τερματίζεται, ότι οι επίσκοποι και οι καρδινάλιοι θα λογοδοτούν πλέον με βάση το κοσμικό δίκαιο, όπως και ο απλός πολίτης».