Την τελευταία φορά που ο Ζαχίρ Άχμαντ Ζιντάνι νόμιζε πως μπορούσε ακόμα να δει, ήταν 17 ετών, ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, με το κορμί του ρημαγμένο, γεμάτο θραύσματα μιας βόμβας που είχαν τοποθετήσει οι Ταλιμπάν.
Ζήτησε από τον γιατρό να του δώσει έναν καθρέφτη.
«Ο γιατρός μου αποκρίθηκε “γιε μου, δεν έχεις μάτια, πώς θα δεις τα μάτια σου;”», αφηγείται ο Ζιντάνι. «Σήκωσα το χέρι μου και ψηλάφισα τα μάτια μου. Έπιασα μόνο στάχτη από τη φωτιά, τίποτ’ άλλο», προσθέτει.
Αυτό συνέβη πριν από πέντε χρόνια. Η αντιμετώπιση της πραγματικότητας, της τυφλότητάς του, τον γέμισε θλίψη, πριν συνειδητοποιήσει κάτι άλλο, που του έκοψε την ανάσα: Το να προχωρήσει η σχέση του με το κορίτσι που αγαπούσε από παιδί ήταν ήδη δύσκολο, επειδή η οικογένειά της δεν τον θεωρούσε άξιο. Πλέον, ήταν καταδικασμένος.
«Αν είχα χάσει τα μάτια μου αλλά είχα το χέρι της, θα ήμουν ευτυχισμένος», λέει. «Όμως τώρα πια δεν έχω ούτε μάτια, ούτε εκείνη».
Ο Ζιντάνι είναι ένας από τους ανθρώπους που πρωτοστάτησαν για να γίνει η πορεία για την ειρήνη, που έφθασε στην Καμπούλ, την πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, τον Ιούνιο, έπειτα από μια διαδρομή σχεδόν 40 ημερών και 640 χιλιομέτρων από τον νότο, εν μέσω της αφόρητης καλοκαιρινής ζέστης, διαμέσου περιοχών όπου ο πόλεμος μαίνεται. Η πορεία ήταν ο μόνος τρόπος που είχε να διαμαρτυρηθεί εναντίον ενός πολέμου που μέχρι τώρα κατάπιε τον πατέρα του, τον θείο του, την αδελφή του, τα μάτια του–και τον έρωτά του.
Ο Ζιντάνι, 22 ετών σήμερα, είναι αναλφάβητος. Κι όμως, είναι ποιητής. Στο σπίτι του, έχει πενήντα σελίδες με ποιήματα που έχει υπαγορεύσει στα αδέλφια του. Ανάμεσά τους, δυο γραμμές: Ακόμη κι αφού πέθανα, τα μάτια μου δεν έκλεισαν· περιμένοντας εσένα, απέμεινα να κοιτάω την πόρτα.
Όταν ήταν επτά ετών, η οικογένειά του ζούσε στη Γκερέσκ, στην επαρχία Χελμάντ. Καλλιεργούσε παπαρούνες–την πρώτη ύλη για την παραγωγή του οπίου–σιτηρά, σταφύλια, σε χωράφια κατά μήκος ενός αυτοκινητόδρομου που χρησιμοποιούσαν τα στρατεύματα της συμμαχίας για να εφοδιάζουν τις μονάδες που έδιναν μάχες στην περιοχή που ήταν η γη των Ταλιμπάν.
Μια μέρα, ο πατέρας και ο γιος του, ενώ ετοίμαζαν τα χωράφια για μια δεύτερη σπορά–κρεμμύδια–έγιναν στόχος ενός αμερικανικού αεροσκάφους, αφηγείται ο Ζιντάνι.
«Δεν βρήκαμε τίποτα, δεν είχε απομείνει τίποτα από αυτούς, ούτε καν αίμα», λέει. «Υπήρχε μόνο ένας μεγάλος κρατήρας και σκόνη».
Ο πατέρας του, ο Γουλάμ Ουάλι, ήταν 29 χρονών όταν σκοτώθηκε.
Μετά το αεροπορικό πλήγμα, η οικογένεια του Ζιντάνι μετακόμισε στην Κανταχάρ, κοντά σε μακρινούς τους συγγενείς, που είχαν μια μικρή κόρη. Ήταν 7 ετών, όπως κι εκείνος. Τα παιδιά ήταν συχνά μαζί. Έπαιζαν κρυφτό κι ο Ζιντάνι κρυβόταν μαζί της.
«Μου άρεσε το πώς μίλαγε, πώς περπάταγε, το άρωμά της, τα πάντα. Όπου πήγαινε, βρισκόμουν κι εγώ. Δεν ξέρω πώς, απλώς κατέληγα εκεί».
Καθώς μεγάλωναν κι έρχονταν πιο κοντά, η εναπομείνασα οικογένεια του Ζιντάνι μετακόμισε σε άλλη γειτονιά, όπου έγινε βοηθός μηχανικού. Αλλά κάθε φορά που η μητέρα του πήγαινε επίσκεψη στους συγγενείς, τη συνόδευε, για να δει τη φίλη του.
Πώς ξέρει ότι ήταν έρωτας; Ήταν 12 ετών οι δυο τους. Βάδιζαν προς ένα μαγαζί.
«Θυμάμαι ότι πήρα το χέρι της στο δικό μου», λέει. Έκανε κι εκείνη το ίδιο, και έβγαλαν ένα γελάκι.
Η μητέρα του κοριτσιού τους είχε καταλάβει, συνεχίζει ο Ζιντάνι. «Ό,τι θέλει η μοίρα της», θυμάται πως είχε πει χαμογελώντας.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά στο Αφγανιστάν, όπου χρειάζεται η άδεια του πατέρα για να παντρευτεί η κόρη. Ο πατέρας, από πλούσια οικογένεια, δεν θεωρούσε τον νεαρό άξιο για την κόρη του. Όμως ο Ζιντάνι δεν έχανε τις ελπίδες του, διότι είχε ένα κρυφό χαρτί στα χέρια του: την καρδιά της. Το κορίτσι τον αγαπούσε.
Όλα άλλαξαν όταν έχασε τα μάτια του.
Τη προηγούμενο βράδυ, ο Ζιντάνι αγόρασε δύο εισιτήρια για το λεωφορείο που πήγαινε στην Κανταχάρ. Πριν από τα ξημερώματα, ο ίδιος και η αδελφή του Αχμάντια, 15 χρονών, έφυγαν για να επισκεφθούν συγγενείς τους στην επαρχία Χεράτ. Είχαν στενή σχέση: εκείνη γνώριζε καλά το μυστικό του, συχνά μετέφερε μηνύματά του στην αγαπημένη του.
Κάθονταν στην τέταρτη σειρά, απέναντι από τον οδηγό, θυμάται ο Ζιντάνι.
Το λεωφορείο έπεσε σε βόμβα που είχαν τοποθετήσει οι Ταλιμπάν στην άκρη του δρόμου.
Θυμάται πως όλα γύρω του καίγονταν. Κάποιος, δεν ξέρει αν ήταν ο ίδιος ή η αδελφή του, φώναζε το όνομα της μητέρας του.
Η Αχμάντια δεν επέζησε. «Όταν με πήγαν στο νοσοκομείο, θυμάμαι πως την καλούσα», λέει ο Ζιντάνι. «Κανένας δεν έβγαζε μιλιά».
Μετά την έκρηξη της βόμβας, η οικογένεια της αγαπημένης του ξεκαθάρισε την αντίθεσή της στον έρωτά τους. Όχι μόνο ήταν από άλλη επαρχία κι από άλλη φυλή, ήταν πλέον τυφλός, δεν μπορούσε να συντηρήσει οικογένεια. Την πάντρεψαν. Έχει σήμερα αποκτήσει ένα παιδί, λέει ο Ζιντάνι. Μερικές φορές μιλάνε κρυφά στο τηλέφωνο.
Οι εικόνες δεν είναι κάτι που ανήκει στον παρελθόν για τον Ζιντάνι. Έχουν υπόσταση, μεγαλώνουν, τον κρατούν απασχολημένο.
«Στο μυαλό μου, βρίσκομαι σε ένα μέρος όπου δεν υπάρχει κανένας άλλος. Περπατάω, μόνος, ξεκινάω από την αρχή ενός ποιήματος ως το τέλος ενός άλλου. Και συνεχίζω να περπατάω. Υπάρχουν φορές που μέσα στο μυαλό μου την έκανα δική μου, που μέσα στο μυαλό μου φτάσαμε πάρα πολύ μακριά». Κάνει παύση.
«Και τότε, όπως λένε, “όταν σήκωσα το κεφάλι μου, δεν ήμουν τίποτα”».
Παλεύει με την ερώτηση αν ένας ανεκπλήρωτος έρωτας είναι καλύτερος από το να μην αγαπούσε ποτέ. «Δεν έχω απάντηση», παραδέχεται, σύμφωνα με το δημοσίευμα των New York Times που αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Παρηγοριά του τώρα πια η ποίηση, οι εικόνες στο μυαλό του–και το όνειρο ότι κάποια μέρα στη χώρα του θα υπάρξει ειρήνη.