Οι κινεζικές αρχές αναγκάζουν ορισμένους από τους πρόσφυγες της εθνότητας Κατσίν που έχουν καταφύγει στην Κίνα για να γλιτώσουν από τον εμφύλιο στη Μιανμάρ, να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ το Πεκίνο αρνείται να παράσχει βασική ιατρική περίθαλψη σε όσους παραμένουν στην Κίνα, ανακοίνωσε σήμερα η οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων Human Rights Watch.
Η κυβέρνηση της Μιανμάρ βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τους αντάρτες Κατσίν και πάνω από δέκα ένοπλες ή πολιτικές οργανώσεις σε μια προσπάθεια να τερματιστούν όλες οι συγκρούσεις στη χώρα που διαρκούν εδώ και δεκαετίες.
Οι συγκρούσεις με τους αντάρτες Κατσίν, που ξέσπασαν στα μέσα του 2011, ύστερα από εκεχειρία 17 ετών, έχουν αναγκάσει πάνω από 10.000 ανθρώπους να αναζητήσουν καταφύγιο κατά μήκος των συνόρων με την επαρχία Γιουνάν της νοτιοδυτικής Κίνας.
Η οργάνωση Human Rights Watch που εδρεύει στη Νέα Υόρκη, τονίζει σε έκθεσή της ότι πολλοί από τους ανθρώπους αυτούς στερούνται σε μεγάλο βαθμό ιατρικής περίθαλψης, στέγης και σχολείων για τα παιδιά τους.
Άλλοι κρατούνται ή τους απαγορεύουν την είσοδο στην Κίνα και σε πολλές περιπτώσεις τους αναγκάζουν να επιστρέψουν στη ζώνη των μαχών στη Μιανμάρ, σημειώνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Η κινεζική κυβέρνηση σε γενικές γραμμές ανέχεται τους πρόσφυγες Κατσίν στην επαρχία Γιουνάν, αλλά τώρα πρέπει να τηρήσει τις διεθνείς υποχρεώσεις της και να εγγυηθεί ότι δε θα υποχρεώσει τους πρόσφυγες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και ότι θα ικανοποιήσει τις βασικές τους ανάγκες. Η Κίνα δεν έχει κανένα νόμιμο δικαίωμα να τους εξαναγκάσει να επιστρέψουν στη Βιρμανία ή να τους αφήσει χωρίς τροφή και στέγη», δήλωσε η Σόφι Ρίτσαρντσον, διευθύντρια της Human Rights Watch στην Κίνα.
Η οργάνωση αναφέρει ότι έχει στοιχεία για δυο περιπτώσεις που αφορούν περίπου 300 άτομα που διατάχθηκαν να επιστρέψουν στη Μιανμάρ και για άλλους που εστάλησαν πίσω στη ζώνη των συγκρούσεων.
Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών δεν έχει προβεί σε κάποιο σχόλιο.
Διπλωμάτες εκτιμούν ότι η διαμάχη με τους Κατσίν είναι ένα από τα μεγάλα τεστ για τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια της νέας κυβέρνησης της Μιανμάρ.