Το ενδεχόμενο κατάργησης της θέσης του υπεύθυνου για την κυβερνοασφάλεια στον Λευκό Οίκο εξετάζει η ομάδα εθνικής ασφάλειας του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, εξέλιξη που σημειώνεται ενώ οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με κλιμακούμενες απειλές κυβερνοασφάλειας από χώρες όπως η Ρωσία και το Ιράν.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατάργηση της θέσης του ειδικού βοηθού του Αμερικανού προέδρου και συντονιστή για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο έχει ο νέος Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Τζον Μπόλτον, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων επικαλούμενο το Politico.

Τα καθήκοντα αυτά ασκεί σήμερα ο Ρομπ Τζόις, που αναμένεται ν’ αποχωρήσει από την θέση του.

Ειδικοί σε θέματα κυβερνοασφάλειας, αλλά και πρώην αξιωματούχοι στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, εξέφρασαν την ανησυχία τους για το ενδεχόμενο κατάργησης της θέσης. Οι ίδιοι τονίζουν ότι μία τέτοια εξέλιξη θα καταργήσει τα βήματα που έχουν γίνει στον αναφερόμενο τομέα ασφάλειας, ενώ θα στείλει ένα λάθος μήνυμα για τις προτεραιότητες, που έχει η Ουάσινγκτον, στα ζητήματα που σχετίζονται με την ψηφιακή τεχνολογία. Η θέση του συντονιστή για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο δημιουργήθηκε στις αρχές της θητείας της προηγούμενης αμερικανικής κυβέρνησης, υπό τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα. Ο συντονιστής ηγείται ομάδας στελεχών του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, που διαχειρίζονται τη στρατηγική για ζητήματα κυβερνοασφάλειας σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Στις αρμοδιότητες τους εμπίπτουν θέματα που σχετίζονται με την ασφάλεια της εκλογικής διαδικασίας μέχρι τις πολιτικές κρυπτογράφησης, αλλά και τον ψηφιακό κυβερνοπόλεμο.

Την ιδέα κατάργησης της θέσης υποστηρίζει και η αναπληρώτρια του Μπόλτον Μίρα Ρικάρντελ. Σύμφωνα με πηγές, που μίλησαν στο περιοδικό, «η ίδια σκέφτεται ν’ αναλάβει τα καθήκοντα αυτά.

Παρά το γεγονός ότι ο Μπόλτον υποστηρίζει την υιοθέτηση μιας πιο επιθετικής ψηφιακής στρατηγικής από τις ΗΠΑ κατά των αντιπάλων τους, αλλά και την υλοποίηση «εκστρατείας αντιποίνων στον κυβερνοχώρο κατά της Ρωσίας», ο ίδιος έχει δηλώσει στα στελέχη του Λευκού Οίκου ότι επιδιώκει την αναδιοργάνωση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ στο σύνολό του. Αυτές οι «αλλαγές θα συμπεριλαμβάνουν και την ενοποίηση υψηλών διευθυντικών θέσεων», σύμφωνα με υπηρεσιακό σημείωμα, που επικαλέστηκε το τηλεοπτικό δίκτυο Fox News, τον προηγούμενο μήνα.

Από την άλλη πλευρά, η η Κίρστεν Τοντ η οποία διαχειρίστηκε την επιτροπή κυβερνοασφάλειας του πρώην προέδρου Ομπάμα και σήμερα διδάσκει για θέματα ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, δήλωσε πως η απώλεια της θέσης του συντονιστή για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο «θα είναι μία μεγάλη απογοήτευση». Η επιτροπή αυτή είχε προτείνει, στην τελευταία αναφορά της, την ισότιμη αναβάθμιση της θέσης του συντονιστή για την κυβερνοασφάλεια στο επίπεδο των συμβούλων για την εθνική ασφάλεια αλλά και την εσωτερική ασφάλεια των ΗΠΑ.

Η Μέγκαν Στίφελ, πρώην διευθύντρια στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ για την διεθνή ψηφιακή πολιτική, δήλωσε ότι η κατάργηση της θέσης είναι ενδεχόμενο να στείλει μηνύματα σε άλλες χώρες ότι «οι ΗΠΑ υποβαθμίζουν την κυβερνοασφάλεια και δεν την θεωρούν ως μια σοβαρή διάσταση για την εθνική τους ασφάλεια. Χωρίς να υπάρχει κάποιος στο Λευκό Οίκο να διαχειρίζεται αυτήν την διαδικασία, ανησυχώ για το ποιες χώρες θα το εκμεταλλευτούν αυτό».

Οι σκέψεις και οι συζητήσεις στον Λευκό Οίκο, για την τύχη της θέσης του συντονιστή της κυβερνοασφάλειας, γνωστοποιούνται σε μία περίοδο που η κυβέρνηση Τραμπ, βρίσκεται αντιμέτωπη με πολυάριθμες προκλήσεις στον κυβερνοχώρο. Οι προκλήσεις αυτές περιλαμβάνουν τις ρωσικές παρεμβάσεις στα εκλογικά συστήματα, στο δίκτυο διαχείρισης ενέργειας, αλλά και τις προσπάθειες ηλεκτρονικής εισβολής σε ψηφιακά συστήματα των ΗΠΑ από χάκερς που προέρχονται από την Κίνα, την Βόρεια Κορέα και το Ιράν. Οι τελευταίοι ενδέχεται να αποθρασυνθούν από την τελευταία απόφαση του προέδρου Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από το πλαίσιο εφαρμογής της διεθνούς συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, που υπογράφτηκε επί προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα.

Οι ειδικοί σε ζητήματα κυβερνοασφάλειας επισημαίνουν ότι η εξάλειψη της θέσης από τον Λευκό Οίκο θα αφήσει την αμερικανική κυβέρνηση με ένα σημαντικό έλλειμμα συνοχής στη στρατηγική της για την αντιμετώπιση των απειλών του κυβερνοχώρου. «Με δεδομένη την πολυπλοκότητα των ζητημάτων που αντιμετωπίζουμε στον κυβερνοχώρο, υπήρχε κάποιος στον Λευκό Οίκο που έδινε έμφαση στην αντιμετώπιση των απειλών αυτών» δήλωσε ο Μάικλ Ντάνιελ, που διετέλεσε συντονιστής για τον κυβερνοχώρο στον Λευκό Οίκο, από το 2012 έως το 2017.

Η εσωτερική συζήτηση που βρίσκεται σε εξέλιξη εντός του Λευκού Οίκου, γύρω από την κατάργηση της θέσης του συντονιστή για ζητήματα ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, είναι το τελευταίο παράδειγμα μιας σειράς περιστατικών κυβερνητικής δυσλειτουργίας, στον τομέα της ψηφιακής ασφάλειας.

Προχθές, η Επιτροπή για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών στην Γερουσία δημοσιοποίησε περίληψη των προτάσεών της, σχετικά με την ασφάλεια των εκλογών. Στην αναφορά αυτή καταγράφηκαν μια σειρά από τομείς, στους οποίους το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ δεν κατόρθωσε να δράσει προληπτικά στο πλαίσιο διεξαγωγής των προεδρικών εκλογών του 2016.

Ο Τζόις ανέλαβε καθήκοντα συντονιστή για την κυβερνοασφάλεια αμέσως μετά την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων του Τραμπ στον Λευκό Οίκο και θεωρείται ένας από πιο συγκροτημένους επαγγελματίες στον τομέα της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, με καριέρα σχεδόν 30 χρόνων στην Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ. Αύριο αναμένεται ότι θα γυρίσει στην υπηρεσία του.

Στον Λευκό Οίκο, ο Τζόις επέβλεπε την αντίδραση της κυβέρνησης Τραμπ σε αρκετά από σοβαρά επεισόδια κυβερνοεπιθέσεων που καταγράφηκαν τον προηγούμενο χρόνο. Μεταξύ αυτών, οι επιθέσεις με τους ηλεκτρονικούς ιούς (WannaCry και NotPetya) που έπληξαν τα δίκτυα των ηλεκτρονικών υπολογιστών σε ολόκληρο τον κόσμο, τόσο στον επιχειρηματικό τομέα, όσο κι εντός κυβερνητικών υπηρεσιών. Παράλληλα, ο ίδιος ηγήθηκε της προσπάθειας για την αναδιοργάνωση και την έκδοση της πρώην μυστικής κυβερνητικής αναφοράς, σχετικά με τις αποφάσεις ενημέρωσης των τεχνολογικών εταιριών για τις ατέλειες των συστημάτων τους, που εντοπίζουν οι αμερικανικές ομοσπονδιακές υπηρεσίες.

Δύο πρώην αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης δηλώνουν ότι ο Τζόις αποχωρεί εξαιτίας του εκνευρισμού του για τον τρόπο, με τον οποίο η ομάδα του Μπόλτον προσεγγίζει τα ζητήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο. Με την άφιξή του στον Λευκό Οίκο, ο Μπόλτον ώθησε σε έξοδο τον σύμβουλο εσωτερικής ασφάλειας Τομ Μπόσερτ, ο οποίος ήταν προϊστάμενος στην ομάδα του Τζόις, στο πλαίσιο των καθηκόντων που είχε για την διαχείριση φυσικών καταστροφών, αλλά και των συνεπειών τρομοκρατικών επιθέσεων.

Σε σύντομη ανακοίνωσή του, ο Λευκός Οίκος δεν αρνήθηκε το ενδεχόμενο κατάργησης της θέσης του συντονιστή. «Ο κυβερνοχώρος, είναι μία ουσιαστική προτεραιότητα για την κυβέρνηση Τραμπ» δήλωσε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Παλαντίνο δίνοντας έμφαση στην προσπάθεια που γίνεται «για τη συγκρότηση μιας αποτελεσματικής ομάδας, για την προώθηση της ατζέντας του προέδρου Τραμπ, σχετικά με την προστασία των Αμερικανών, αλλά και των συμφερόντων των ΗΠΑ».

Τα ζητήματα της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο αποκτούν μία ιδιαίτερη πολιτική διάσταση ενόψει της διεξαγωγής των ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο, στις αρχές Νοεμβρίου κι αναφορικά με το ενδεχόμενο να εξελιχθεί μία νέα προσπάθεια από την Ρωσία, να επηρεάσει το αποτέλεσμα των εκλογών.