Οκτώ εκατομμύρια ψηφοφόροι καλούνται μεθαύριο Κυριακή στην Ουγγαρία σε βουλευτικές εκλογές και κανείς δεν αμφιβάλλει ως προς τον νικητή τους, ο οποίος, όπως και πριν από ακριβώς τέσσερα χρόνια, τον Απρίλιο του 2014, αλλά επίσης και πριν από οκτώ χρόνια, τον Απρίλιο του 2010, θα είναι και πάλι ο σημερινός πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν και το δεξιοεθνικιστικό του κόμμα «Ένωση Νεαρών Δημοκρατών» (FIDESZ).
Το μόνο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο αυτός θα μπορέσει εκ νέου να αποσπάσει την απόλυτη πλειοψηφία ή ακόμη και την πλειοψηφία των δύο τρίτων που του έδωσε την ευκαιρία να προχωρήσει σε ριζοσπαστικές έως αυταρχικές και ακραίες αλλαγές, ώστε να είναι για μια ακόμη τετραετία ο απόλυτος κυρίαρχος της πολιτικής σκηνής στη χώρα των δέκα εκατομμυρίων κατοίκων.
Αλλαγές αμφιλεγόμενες, για τις οποίες ο Βίκτορ Όρμπαν κατηγορήθηκε, όχι μόνον από τους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία, για το λόγο αυτό, έφθασε αρκετές φορές στα πρόθυρα επιβολής κυρώσεων κατά της Ουγγαρίας.
Με αυτή του την πλειοψηφία ο απερχόμενος, και πιθανότατα μελλοντικός, πρωθυπουργός, άλλαξε, για παράδειγμα, τον εκλογικό νόμο υπέρ του κόμματος του, μειώνοντας τον αριθμό των εδρών της Βουλής από 386 σε 199, ενισχύοντας και το πλειοψηφικό στοιχείο σε ένα μικτό σύστημα (λίστας και απευθείας εκλογής), ενώ οι νέες εκλογικές περιφέρειες φέρεται να προσαρμόστηκαν αποκλειστικά στις ανάγκες του δικού του κόμματος.
Πέραν όμως του εκλογικού νόμου, στην κυβερνητική οκταετία του, ο Βίκτορ Όρμπαν «έβαλε τη σφραγίδα του» και σε μια σειρά άλλους πολιτειακούς, πολιτικούς ή οικονομικούς τομείς της χώρας, όπως για παράδειγμα, με την αλλαγή του Συντάγματος, τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του Συνταγματικού Δικαστηρίου ή τον αμφιλεγόμενο νόμο περί Τύπου, που είχαν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στις Βρυξέλλες και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, στο εσωτερικό της χώρας και λόγω ανυπαρξίας μιας αξιόλογης αντιπολίτευσης, ο Ούγγρος πρωθυπουργός με μια σειρά λαϊκιστικών μέτρων του, κατόρθωσε να διατηρήσει τη δημοτικότητά του και το εντυπωσιακό προβάδισμα του κόμματός του σε όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, με ποσοστό 47-51 %, και αυτό, παρά τη σωρεία σκανδάλων που αποκαλύπτονται συνεχώς και στα οποία φέρεται να ενέχονται συγγενικά του πρόσωπα ή έμπιστα κομματικά στελέχη του.
Ένα είδος «απειλής» για τον Βίκτορ Όρμπαν φέρεται πως μπορεί να αποτελέσει το ποσοστό συμμετοχής, όπως απέδειξε και η εκλογή δημάρχου στην πόλη Χεντμετσεβασάρχελι, ένα από τα “σίγουρα προπύργια” του Όρμπαν, στα τέλη Φεβρουαρίου, όπου η νίκη του υποψηφίου του θεωρείτο περισσότερο από σίγουρη.
Ωστόσο, η εντυπωσιακή αύξηση της συμμετοχής στο 62,5 %, με την κινητοποίηση ψηφοφόρων, όχι προσκείμενων στον Όρμπαν, που «κανονικά» θα απείχαν από τις κάλπες, αλλά και η προηγούμενη συμφωνία όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης σε έναν κοινό υποψήφιο, οδήγησαν τελικά σε νίκη της αντιπολίτευσης.
«Εάν το ποσοστό συμμετοχής είναι υψηλότερο από 70 %, τότε το FIDESZ δεν συγκεντρώνει κυβερνητική πλειοψηφία», τονίζει παραμονές της μεθαυριανής εκλογικής αναμέτρησης, ο Γκάμπορ Βόνα, ο αρχηγός του ακροδεξιού κόμματος «Jobbik», του δεύτερου σε δύναμη στην απερχόμενη Βουλή.
Το Jobbik βρίσκεται δεύτερο σε όλες τις δημοσκοπήσεις, με ποσοστό 13-19 %, ενώ ο ίδιος εμφανίζεται τα δύο-τρία τελευταία χρόνια αρκετά μετριοπαθής, σε σύγκριση με το παρελθόν, προσπαθώντας, σύμφωνα με τους αναλυτές, να δώσει κάποιο κεντρώο προφίλ στο κόμμα του, που, σύμφωνα με απόφαση δικαστηρίου, επιτρέπεται να αποκαλείται «νεοναζιστικό».
Φήμες θέλουν και τον κυβερνητικό χώρο να ανησυχεί ως προς το ύψος της συμμετοχής, εκτιμώντας πως με το ποσοστό της κάτω του 60% θα εξασφαλίζονταν άνετη νίκη του κυβερνώντος κόμματος, ενώ ένα ποσοστό πάνω από 63% θα του δημιουργούσε δυσκολίες.
Στην τρίτη θέση στις δημοσκοπήσεις βρίσκονται οι Σοσιαλιστές (MSZP) με επικεφαλής υποψήφιο τον Γκέργκελι Καρατσόνι και ποσοστό 13-18%, στην τέταρτη το αριστερό κόμμα Δημοκρατικός Συνασπισμός (DK) του πρώην σοσιαλιστή πρωθυπουργού Φέρεντς Τζιούρτσιανι με 5-8% και ακολουθούν οι Οικολόγοι (LMP) της Βερναντέτ Στσελ, που εμφανίζονται στο 4-8%, ενώ για την εκπροσώπηση στη Βουλή υπάρχει ένα όριο 5%.
Με εξαίρεση την ακροδεξιά, η ουγγρική αντιπολίτευση, αποτελούμενη κυρίως από τους διασπασμένους Σοσιαλιστές, που είχαν κυβερνήσει επί οκτώ χρόνια (2002-2010) προ της ν εκ νέου ανάληψης της διακυβέρνησης από τον Βίκτορ Όρμπαν , μη έχοντας προφανώς έναν σαφή προσανατολισμό, δεν μπόρεσε να κερδίσει μέσα στα προηγούμενα χρόνια, τους δυσαρεστημένους ή και πληττόμενους από την πολιτική του, πολίτες.