Σε μεγάλο βαθμό το Ισλαμικό Κράτος έχει νικηθεί σε στρατιωτικό επίπεδο. Εκτός από μερικές πλέον μικρές εστίες αντίστασης, περίπου 100.000 τ.μ. στο Ιράκ και τη Συρία, όπου πριν λίγα χρόνια κυριαρχούσε το IK, έχουν πλέον απελευθερωθεί. Σύμφωνα με την Deutsche Welle, ωστόσο, χρειάστηκαν πάνω από τρία χρόνια και μια συμμαχία άνω των 60 χωρών για να υποχωρήσει. Περισσότερου από όλους ο άμαχος πληθυσμός σε όλες αυτές τις περιοχές πλήρωσε το τίμημα. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν πεθάνει. Το άλλοτε προπύργιο του ΙΚ, η Ράκα της Συρίας, έχει γίνει συντρίμμια, όπως και η Μοσούλη, το Ραμαντί και το Τικρίτ στο Ιράκ. Το ότι όλα αυτά τα χρόνια το Ισλαμικό Κράτος κατάφερε να αμυνθεί δεν οφείλεται όμως μόνο στον φανατισμό των μαχητών και υποστηρικτών του. Σημαντικός παράγοντας ήταν και ο ισχυρός οπλισμός των τζιχαντιστών. Ένα μεγάλο τμήμα αυτού του οπλισμού προήλθε μάλιστα από ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ, ενώ έφτασε στη Μ. Ανατολή μέσω ΗΠΑ ή Σαουδικής Αραβίας. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει ενδελεχής έρευνα του διεθνούς οργανισμού Conflict Armament Research (CAR), που διήρκεσε πάνω από τρία χρόνια. Η έρευνα διενεργήθηκε μεταξύ 2014 με 2017, όταν εμπειρογνώμονες του CAR εστάλησαν στα μέτωπα των συγκρούσεων σε Ιράκ και Συρία. Οι ειδικοί του CAR εξέτασαν όπλα των μαχητών του IK, που έπεσαν στα χέρια της διεθνούς συμμαχίας κυρίως έπειτα από μάχες. Στην περιοχή μεταξύ της πόλης Κομπάνι και της πρωτεύουσας του Ιράκ, Βαγδάτης, οι εμπειρογνώμονες περισυνέλεξαν περίπου 2000 όπλα και πάνω από 40.000 τεμάχια πυρομαχικών. Ακολουθώντας τους σειριακούς αριθμούς και άλλες πληροφορίες κατασκευής κατάφεραν να ακολουθήσουν τις διαδρομές των όπλων. Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ αλλά κα το γερμανικό υπ. Εξωτερικών. Επικεφαλής των ερευνών του CAR στο Ιράκ και τη Συρία και συγγραφέας της εν λόγω έκθεσης είναι ο Ντάμιαν Σπλίτερ, ο οποίος μιλώντας στη DW ανέφερε ότι τον εξέπληξε ιδιαίτερα το πώς «μεμονωμένα όπλα έφτασαν γρήγορα στα χέρια τζιχαντιστών.» Ως παράδειγμα αναφέρει ένα πυραυλικό σύστημα βουλγαρικής κατασκευής, το οποίο πωλήθηκε στις ΗΠΑ το 2015. Μόλις δύο μήνες αργότερα ανακτήθηκε από το IK, όταν ιρακινοί στρατιώτες απελευθέρωσαν το Ραμάντι. Άγνωστο παραμένει πώς οι τζιχαντιστές του ΙΚ απέκτησαν το εν λόγω πυραυλικό σύστημα. Το βρήκαν στο πεδίο της μάχης μετά από σύγκρουση με τον διεθνή συνασπισμό ή το προμηθεύθηκαν αυτόνομα από ομάδες ανταρτών; Η ερευνητική ομάδα προσπάθησε να ακολουθήσει τα ίχνη του επίμαχου όπλου. Πράγματι επιβεβαιώθηκε ότι η Βουλγαρία το πώλησε στις ΗΠΑ και ειδικότερα στην εταιρεία Κiesler Policy Supply. O αμερικανικός στρατός δεσμευόταν από ρήτρα στο συμβόλαιο εξαγωγής ότι δεν θα μεταπωλήσει το όπλο σε τρίτους, όμως, όπως φαίνεται, δεν τηρήθηκε αυτός ο όρος και έτσι το πυραυλικό σύστημα έφτασε στη Μέση Ανατολή. Όπως αναφέρει ο Σπλίτερς, «πολύ σημαντικοί εισαγωγείς όπλων, όπως οι ΗΠΑ ή η Σαουδική Αραβία, που είναι και σημαντικοί πελάτες ευρωπαϊκών οπλοβιομηχανιών, δεν σέβονται τους όρους των αρχικών ευρωπαϊκών συμβολαίων εξαγωγής και ειδικότερα τις ρήτρες τελικής χρήσης των όπλων». Ωστόσο αυτή είναι ίσως μόνο η μισή αλήθεια. Όπως δήλωσε στη DW o Πάτρικ Βίλκεν, ειδικός σε θέματα ελέγχου των όπλων στη Διεθνή Αμνηστία «δεν είναι δυνατόν να μην γνωρίζουν όλα τα εμπλεκόμενα μέλη σε αυτές τις συμφωνίες εξαρχής την τελική κατάληξη των όπλων». Αυτό ειδικό φαίνεται να ισχύει στις εξαγωγές οπλικών συστημάτων από χώρες της ανατολικής Ευρώπης προς την Σαουδική Αραβία, όπλα που στη συνέχεια διανεμήθηκαν στα χέρια διάφορων ομάδων στο συριακό και ιρακινό μέτωπο. Πράγματι πολλά από τα όπλα τζιχαντιστών που εντοπίστηκαν στη Συρία και το Ιράκ ήταν ευρωπαϊκής προέλευσης, πολλά δε μάλιστα είχαν κατασκευαστεί στη Βουλγαρία και εξαχθεί νομίμως στη Σαουδική Αραβία. Ενδιαφέρον έχει μάλιστα ότι η Σαουδική Αραβία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για όπλα ανατολικοευρωπαϊκής κατασκευής από τότε που ξέσπασε ο συριακός εμφύλιος, μολονότι τα όπλα αυτά δεν είναι συμβατά με τις ανάγκες του στρατού της Σαουδικής Αραβίας. Μια άλλη έρευνα του Βαλκανικού Δικτύου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας και του Δημοσιογραφικού Προγράμματος κατά του Οργανωμένου Εγκλήματος και της Διαφθοράς που διεξήχθη το 2016 κατέδειξε ότι το εμπόριο όπλων ανθεί μεταξύ χωρών της νοτιανατολικής Ευρώπης και της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Ιορδανίας και της Τουρκίας με κορυφαία στις πωλήσεις τα καλάσνικοφ, τα πολυβόλα, τους εκτοξευτήρες πυραύλων και τα συστήματα αεράμυνας. Σύμφωνα με τον Πάτρικ Βίλκεν στις περιοχές όπου κυριαρχούσε το ΙΚ πράγματι έφτασαν όπλα πολύ γρήγορα και ήταν πολύ δύσκολο να ελεγχθεί σε ποια χέρια τελικά θα κατέληγαν. Από την πλευρά του ο Ντάμιαν Σπλίτερς εκτιμά ότι εάν μια τρίτη χώρα, πέραν εκείνων που συνήψαν την αρχική σύμβαση αγοράς όπλων, τροφοδοτούσε κάποιες ομάδες στα επίμαχα μέτωπα με όπλα, θα έπρεπε να θεωρείται εξαρχής πιθανό ότι αυτά θα μπορούσαν να καταλήξουν στο Ισλαμικό Κράτος. Σε κάθε περίπτωση ένα είναι σίγουρο: ότι το Ισλαμικό Κράτος έγινε πολύ πιο δυνατό από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Και κατά τραγική συνέπεια, όλος αυτός ο φαύλος κύκλος μεταφοράς όπλων οδήγησε στο να διαρκέσουν οι συγκρούσεις επί μακρόν και να χαθούν άδικα τόσοι άνθρωποι. Κι αυτό επειδή οι ξένες δυνάμεις παρείχαν αφειδώς όπλα στην περιοχή, με αποτέλεσμα αυτά κάποια στιγμή τα καταλήξουν στο ΙΚ αλλά κι επειδή οι ευρωπαϊκές χώρες δεν διασφάλισαν τα εχέγγυα τήρησης των δηλώσεων τελικής χρήσης των όπλων.