Κρίση στη δημόσια υγεία και κυρίως στην υγεία των παιδιών προκαλεί το νέφος στο Ουλάν Μπατόρ, την πρωτεύουσα της Μογγολίας, όπως ανακοίνωσε σήμερα το Διεθνές Ταμείο Επείγουσας Βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά (UNICEF).
Η κυβέρνηση χρειάζεται να λάβει επείγοντα μέτρα για να μειώσει τα προβλήματα υγείας που προκύπτουν από την ατμοσφαιρική μόλυνση, αναφέρουν σε μελέτη τους η UNICEF και το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Υγείας της Μογγολίας.
Προσθέτουν ότι μια πιθανή αποτυχία αντιμετώπισης του προβλήματος θα μπορούσε να αυξήσει κατά ένα τρίτο το κόστος της θεραπείας μέχρι το 2025 προσθέτοντας επιπλέον δύο εκατομμύρια δολάρια κόστους ετησίως στην πρωτεύουσα.
«Η ρύπανση του αέρα έχει προκαλέσει κρίση στην υγεία των παιδιών στο Ουλάν Μπατόρ εκθέτοντας σε κίνδυνο κάθε παιδί και κάθε εγκυμοσύνη. Οι κίνδυνοι περιλαμβάνουν τη γέννηση νεκρών, πρόωρων ή ελλιποβαρών εμβρύων, αλλά και την εμφάνιση πνευμονίας, βρογχίτιδας, άσθματος, ελλιπούς εγκεφαλικής ανάπτυξης και θανάτου στα βρέφη», αναφέρει στην έκθεση ο εκπρόσωπος της οργάνωσης στη Μογγολία Άλεξ Χέικενς.
Τα επίπεδα της μόλυνσης στο Ουλάν Μπατόρ είναι υψηλότερα από εκείνα σε πόλεις όπως το Πεκίνο και το Νέο Δελχί, σημειώνουν η UNICEF και το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Υγείας στην έκθεσή τους, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.
Η συγκέντρωση εισπνεόμενων αιωρούμενων σωματιδίων, γνωστών ως ΡM2.5, έφθανε στα 3.320 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο σε έναν σταθμό παρακολούθησης της ποιότητας αέρα στις 30 Ιανουαρίου, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του Reuters βασισμένους σε κυβερνητικά δεδομένα που δεν είναι ωστόσο πλήρη, η κατά μέσον όρο μέτρηση των ΡM2.5 αντιστοιχούσε την ημέρα εκείνη σε περίπου 206 μικρογραμμάρια στο Ουλάν Μπατόρ.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) συνιστά κατά μέσον όρο ετήσια συγκέντρωση PM2.5 όχι μεγαλύτερη των 10 μικρογραμμαρίων. Το επίπεδο των PM2.5 τον Ιανουάριο στο Πεκίνο ανερχόταν σε 34 μικρογραμμάρια, μειωμένο κατά 70,7% σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα.
Η Μογγολία αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα μόλυνσης στην πρωτεύουσά της, όπου η μαζική ροή νομάδων που έχουν μείνει χωρίς δουλειά και έχουν μεταναστεύσει από την ύπαιθρο, έχει προκαλέσει τον διπλασιασμό του πληθυσμού μέσα σε λιγότερο από δύο δεκαετίες.
Η κυβέρνηση προσφέρει επιδότηση για λιγότερο ρυπογόνους ξυλόφουρνους και σόμπες και παρέχει δωρεάν νυχτερινό ρεύμα σε κάποιες συνοικίες της πρωτεύουσας, αλλά τα επίπεδα του νέφους είναι πολύ υψηλά κατά τους πολύ ψυχρούς χειμώνες -και ιδιαίτερα στις φτωχές συνοικίες «γκερ» (ή γιουρτ), τα παραδοσιακά δηλαδή καταλύματα στα οποία κατοικούν πολλοί μετανάστες.
Πολλά νοικοκυριά γκερ καταναλώνουν κάρβουνο, ακόμη και σκουπίδια, για την θέρμανσή τους και το νέφος που παράγεται έχει οδηγήσει σε μια αλματώδη αύξηση νόσων του αναπνευστικού και καρδιακών ασθενειών προκαλώντας παράλληλα την οργή των κατοίκων και διαμαρτυρίες.
(φωτογραφία αρχείου)