Ο γίγαντας των ενδυμάτων που ακούει στο όνομα Benetton, αντιμετωπίζει τις αντιδράσεις χιλιάδων ανθρώπων, αφότου γνωστοποίησε ότι σχεδιάζει να μετατρέψει ένα από τα πιο περίοπτα ορόσημα της Βενετίας σε πολυκατάστημα.
Συγκεκριμένα, τα σχέδια αφορούν το 500 ετών Fondaco dei Tedeschi, και προβλέπουν την αποκοπή μέρους της οροφής του, τη κατασκευή δύο νέων εισόδων και την εγκατάσταση κυλιόμενων σκαλών.
Ωστόσο, οι αρχές της Italia Nostra ισχυρίζονται ότι οι αλλαγές θα προκαλέσουν σοβαρές βλάβες στην αρχιτεκτονική του κτιρίου και θα αμαυρώσουν την ιστορική του ταυτότητα.
Η Benetton αγόρασε το κτίριο το 2008 για 60 εκατομμύρια ευρώ, το οποίο παρέμενε αχρησιμοποίητο για χρόνια.
Η εταιρία έχει εγγυηθεί το ποσό των 7.5 εκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση του προϋπολογισμού της πόλης, εάν οι οικοδομικές άδειες παραδοθούν μέχρι το τέλος του έτους.
Η αρχιτεκτονική εταιρία που θα αναλάβει το έργο, ισχυρίζεται ότι το εξωτερικό του κτιρίου δεν θα αλλάξει και τα σχέδια θα αναζωογονήσουν την όψη του. Η Benetton από τη μεριά της, αναφέρει ότι η πόλη χρειάζεται περισσότερα καταστήματα για να προσελκύει περισσότερους τουρίστες.
«Μια πόλη που διαθέτει μονάχα μουσεία θα πεθάνει. Υπάρχουν αρκετά πολιτισμικά μνημεία στη Βενετία, αλλά δεν υπάρχουν αρκετά καταστήματα», τονίζει ο εκπρόσωπος της εταιρίας.
Το τετραώροφο, αναγεννησιακό κτίριο, χτίστηκε μεταξύ 1505 και 1508, έχει θέα το Grand Canal και τη διάσημη γέφυρα του Ριάλτο.
Χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο σταματούν να φωτογραφίσουν την υπέροχη πρόσοψή του, ζωγραφισμένη από τον Καναλέτο.
Αποτελούσε την έδρα των Γερμανών εμπόρων, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τη Βενετία για το εμπόριο μεταξιού και μπαχαρικών. Έπειτα, έγινε τελωνειακό γραφείο από τον Ναπολέοντα και στη συνέχεια το κεντρικό ταχυδρομείο της Βενετίας, το 1930.
«Ξεκίνησε ως εμπορικό κέντρο και εμείς θα το επαναφέρουμε στην αρχική του λειτουργία και θα ανοίξουμε 400 νέες θέσεις εργασίας στη πόλη», αναφέρει ο εκπρόσωπος.
Οι εργασίες αναμένεται να διαρκέσουν τέσσερα χρόνια και θα ξεκινήσουν τον Δεκέμβριο.
Οι αρχές της Βενετίας μάχονται να διατηρήσουν τα ιστορικά κτίρια της πόλης, ιδίως μετά τη περικοπή της ειδικής επιχορήγησης από τη Ρώμη.