Εικόνες που εντυπώθηκαν βαθιά στη συλλογική μνήμη: Ο Χανς Μάρτιν Σλάιερ υπό ομηρεία και με πινακίδα που γράφει “κρατούμενος της RAF”. Αεροσκάφος της Lufthansa στο αεροδρόμιο του Μογκαντίσου με τις ειδικές δυνάμεις έτοιμες να επέμβουν. Ένα πράσινο Audi στα χωράφια της Αλσατίας με το πτώμα του Σλάιερ στο πορτ-μπαγκάζ. Ήταν το απόγειο της τρομοκρατικής δράσης για την RAF, αλλά και το αιματηρό τέλος ενός βίαιου “γερμανικού φθινοπώρου”. Έκτοτε η πολιτεία εξοπλίζεται, θωρακίζεται και θεσπίζει πιο αυστηρούς αντιτρομοκρατικούς νόμους, οι οποίοι ωστόσο δεν μπορούν να αποτρέψουν με απόλυτη βεβαιότητα νέες επιθέσεις. Πολλά από τα μυστήρια του “γερμανικού φθινοπώρου” παραμένουν ανεξιχνίαστα μέχρι σήμερα. Αναπάντητο και το ερώτημα, αν η ιστορία μπορούσε να είχε εξελιχθεί διαφορετικά. Η οργάνωση Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) είχε αποφασίσει να κλιμακώσει τη δράση της το 1977. Τον Απρίλιο δολοφόνησε τον γενικό εισαγγελέα Ζίγκφριντ Μπούμπακ, τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο για τον θάνατο τριών μελών της, της Ουλρίκε Μάινχοφ, του Χόλγκερ Μάινς και του Ζίγκφριντ Χάοσυνερ. Το καλοκαίρι έπεσε νεκρός από τα πυρά της RAF ο επικεφαλής της Dresdner Bank Γιούργκεν Πόντο. Και στις 5 Σεπτεμβρίου οι τρομοκράτες αφήνουν εμβρόντητη τη γερμανική κοινή γνώμη απαγάγοντας στην Κολωνία τον επικεφαλής του συνδέσμου γερμανών εργοδοτών Χανς Μάρτιν Σλάιερ, την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι του από μία φιλική συγκέντρωση. Του έστησαν ενέδρα, σταμάτησαν το αυτοκίνητό του, σκότωσαν τον οδηγό του καθώς και τρεις σωματοφύλακες με συνολικά εξήντα σφαίρες και μετέφεραν τον Σλάιερ με φορτηγάκι στην κρυψώνα τους. Με όμηρο τον Σλάιερ ζήτησαν την απελευθέρωση τριών “συντρόφων” τους που κρατούνταν στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Στάμχαιμ, κοντά στη Στουτγάρδη: του Αντρέας Μπάαντερ, της Γκούντρουν Ένσλιν και του Γιαν Καρλ Ράσπε. Ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ παρέμεινε ανένδοτος και δήλωσε από την πρώτη στιγμή ότι “το κράτος δεν εκβιάζεται”. Από την Κολωνία στο …Μογκαντίσου Οι επόμενες 44 μέρες θυμίζουν κινηματογραφική ταινία με όλο και πιο καταιγιστικό μοντάζ: ο κρατικός μηχανισμός κινητοποιείται, οι κρατούμενοι στα διαβόητα “λευκά κελιά” του Στάμχαιμ οδηγούνται σε πλήρη απομόνωση, αλλά αυτό δεν θα τους εμποδίσει να προμηθευτούν όπλα και να ανταλλάξουν πληροφορίες. Η RAF μεταφέρει τον Σλάιερ αρχικά σε ιδιωτική κατοικία στην Κολωνία, από εκεί στη Χάγη και αργότερα στις Βρυξέλλες. Η κυβέρνηση Σμιτ προσπαθεί να κερδίσει χρόνο και ζητεί από τους τρομοκράτες να δώσουν “σημεία ζωής”, παρατείνοντας την υποτιθέμενη διαπραγμάτευση. Η RAF αποφασίζει να κλιμακώσει την ένοπλη βία με την Μπριγκίτε Μόνχαουπτ και τον σύντροφό της, Κλάους Γιούργκεν Μποοκ, να καταφθάνουν στο Αλγέρι, μέσω Βαγδάτης, προκειμένου να συντονίσουν τα επόμενα βήματα με τη συνεργασία ριζοσπαστικών παλαιστινιακών οργανώσεων. Στις 13 Οκτωβρίου τέσσερις Παλαιστίνιοι κομάντος καταλαμβάνουν το αεροσκάφος “Λάντσχουτ” της Lufthansa λίγο μετά την απογείωσή του από τη Μαγιόρκα, εκφράζουν την αλληλεγγύη τους προς τους απαγωγείς του Σλάιερ, κατευθύνουν το αεροπλάνο αρχικά στο Άντεν της Υεμένης όπου σκοτώνουν τον πιλότο, Γιούργκεν Σούμαν, και στη συνέχεια στο Μογκαντίσου της Σομαλίας. Εκεί περιμένουν οι γερμανικές ειδικές δυνάμεις, η θρυλική μονάδα GSG 9. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 18ης Οκτωβρίου οι κομάντος εισβάλλουν στο αεροσκάφος, σκοτώνουν τους τρεις αεροπειρατές και απελευθερώνουν τους 86 ομήρους. Ήταν μία απόφαση υψηλού κινδύνου για την κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Χέλμουτ Σμιτ. Ο ίδιος ο καγκελάριος, σύμφωνα με δημοσίευμα της deutche welle, είχε γράψει εκ των προτέρων το κείμενο της παραίτησής του, την οποία θα υπέβαλε σε περίπτωση που αποτύγχανε η επιχείρηση. Παρά την “απομόνωσή” τους, ο Αντρέας Μπάαντερ, η Γκούντρουν Έσλινγκ και ο Γιαν Καρλ Ράσπε πληροφορούνται τις εξελίξεις. Την επόμενη μέρα οι δύο πρώτοι βρίσκονται νεκροί στα κελιά τους στο Στάμχαιμ και ο τρίτος ετοιμοθάνατος. Μία άλλη κρατούμενη, η Ίρμγκαρντ Μέλερ, διασώζεται την τελευταία στιγμή. Στη Βαγδάτη οι Μόνχαουπτ και Μποοκ, μαζί με άλλα μέλη της RAF, πληροφορούνται τι έχει συμβεί και, οργισμένοι, δίνουν την εντολή για τη δολοφονία του Χανς Μάρτιν Σλάιερ. Μιλώντας πρόσφατα στο SPIEGEL ο Κλάους Γιούργκεν Μπόοκ αποκαλύπτει: “Από τη Βαγδάτη είχαμε στείλει στους ανθρώπους μας στις Βρυξέλλες ένα τέλεξ, στο οποίο γράφαμε: πρέπει να τελειώσουμε τη δουλειά, ήταν χαλασμένο το τελευταίο εμπόρευμα. Συμφωνείτε κι εσείς;” Η απάντηση ήταν ένα λιτό “ΟΚ”. Τα ανεξιχνίαστα μυστήρια της τρομοκρατίας Στις 19 Οκτωβρίου οι συντάκτες του Γερμανικού Πρακτορείου Ειδήσεων στη Στουτγάρδη ακούν στο τηλέφωνο μία γυνακεία φωνή να λέει τα εξής: “Μετά από 43 ημέρες τελειώνει η αξιοθρήνητη και διεφθαρμένη ύπαρξη του Χανς Μάρτιν Σλάιερ. Ο κ.Σμιτ ας τον παραλάβει στην οδό Rue Charles Peguy, στη Μυλούζη, σε ένα πράσινο Audi 100 με πινακίδα Bad Homburg”. Μέχρι σήμερα κανείς δεν γνωρίζει ποιος πάτησε τη σκανδάλη για να σκοτώσει τον Σλάιερ. Σχεδόν όλοι οι ύποπτοι για τις επιθέσεις του 1977 συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή. Ωστόσο δέκα μέλη της RAF διέφυγαν στην Ανατολική Γερμανία. Αλλά γρήγορα εμφανίστηκε μία νέα, τρίτη γενιά τρομοκρατών, οι οποία συνέχισε τις δολοφονικές επιθέσεις. Πολλές από αυτές παραμένουν ανεξιχνίαστες μέχρι σήμερα. Μόλις το 1998 η RAF ανακοίνωσε ότι διαλύεται, αλλά πολλά πρώην μέλη της εξακολουθούν να κρύβονται. Θα μπορούσε να σωθεί ο Χανς Μάρτιν Σλάιερ; Ο ίδιος ο Χέλμουτ Σμιτ έλεγε ότι αυτή ήταν η πιο δύσκολη απόφαση της ζωής του. Λίγες μέρες πριν το τέλος η οικογένεια του απαχθέντος είχε προσφύγει στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας ζητώντας την άμεση παρέμβαση της κυβέρνησης για την απελευθέρωση του Σλάιερ, αλλά η προσφυγή απερρίφθη. Στο βιβλίο της “Μία ημέρα του φθινοπώρου” η δημοσιογράφος Αν Αμερί Ζίμενς βλέπει ίχνη ενοχής στους χειρισμούς του κρατικού μηχανισμού. Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης και έμπιστος συνεργάτης του Σμιτ, Χανς Γιούργκεν Φόγκελ, έχει καταθέσει σε βιβλίο τη δική του μαρτυρία, αποκαλύπτοντας τα ερωτήμτα που τον βασανίζουν μέχρι σήμερα: “Μήπως έχω ευθύνη για τον θάνατο του Χανς Μάρτιν Σλάιερ; Προϊούσης της ηλικίας, καθώς πλησιαζει και για μένα ο θάνατος, το σκέφτομαι όλο και περισσότερο… Το ερώτημα με απασχολεί από το 1977. Κι εμένα και τους άλλους που ζούμε ακόμη. Και μετά από τέσσερις δεκαετίες περισυλλογής, καταλήγω πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: όχι, δεν είμαι ενοχος για τον θάνατο του Χανς Μάρτιν Σλάιερ. Αλλά κατά κάποιον τρόπο είμαι συνυπαίτιος…”