Η Λιβύη είναι μια χώρα με πλούσια πολιτιστική κληρονομιά. Το μαρτυρούν τα πολυάριθμα και σημαντικά μνημεία της, όπως οι παλαιολιθικές βραχογραφίες, τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά της κατάλοιπα, οι πολιτιστικά εύφορες οάσεις της. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι έξι αρχαιολογικοί χώροι της συγκαταλέγονται στα Μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Κι όμως οι τόσο σημαντικές αυτές τοποθεσίες, λόγω της εγκατάλειψης αλλά και πολύ πρόσφατα εξαιτίας του πολέμου, έχουν εκπέμψει πολλές φορές SOS. Δημοσίευμα της ιστοσελίδας του ΝΑΤΟ αναφέρεται στους κινδύνους που τις απειλούν, αλλά και στις ελπιδοφόρες προσπάθειες μεμονωμένων ανθρώπων που προσπαθούν να συμβάλλουν στη διάσωση και προστασία τους.
Οι καταγγελίες περί κρυμμένων πυραύλων και στρατευμάτων στην αρχαία πόλη Λέπτις Μάγκνα (130 χλμ. ανατολικά της Τρίπολης), μέρος που ο Καντάφι χρησιμοποιούσε ως αρχαιολογική ασπίδα, προκάλεσαν πολλές ανησυχίες κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Με μια τέτοια «πυριτιδαποθήκη», ο κίνδυνος ανάφλεξης ήταν τεράστιος. Ευτυχώς όμως ο πόλεμος δεν άγγιξε τους αρχαιολογικούς χώρους της Λέπτις Μάγκνα και της Σαμπράθα, που μαζί με την αρχαία Οία (σημερινή Τρίπολη), όριζαν την περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Τρίπολις.
Ο Θησαυρός της Βεγγάζης
Κι όμως οι εκρήξεις και οι βομβαρδισμοί δεν είναι οι μόνοι εχθροί των λιβυκών αρχαιοτήτων. Ένας άλλος κίνδυνος, αυτός της κατάρρευσης του νόμου και της τάξης, που δίνει σε κακοποιά στοιχεία την ευκαιρία να κλέψουν αντικείμενα μεγάλης αρχαιολογικής αξίας, μπορεί να προκαλέσει τεράστια καταστροφή. Το περιστατικό με την κλοπή του Θησαυρού της Βεγγάζης, η χειρότερη ίσως πολιτιστική λεηλασία στη χώρα κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, μιλάει από μόνο του.
Στις 31 Οκτωβρίου 2011, σχεδόν 8.000 αρχαία χρυσά, ασημένια και μπρούτζινα νομίσματα, κάποια από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς κι ένας αριθμός αντικειμένων, όπως κοσμήματα, βραχιόλια και μενταγιόν, καθώς και αγαλμάτια από μπρούτζο, γυαλί και ελεφαντόδοντο, έκαναν φτερά από το θησαυροφυλάκιο τράπεζας της Βεγγάζης. Ληστές, εκμεταλλευόμενοι την έκρυθμη κατάσταση, διέρρηξαν το ταβάνι με τρυπάνι και έκλεψαν τον ανεκτίμητο- κατά ομολογία ειδικών- Θησαυρό, που ακόμα και σήμερα δεν έχει μελετηθεί αρκετά. Γι’ αυτό και θεωρείται μια από τις χειρότερες αρχαιολογικές κλοπές στην ιστορία.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, σε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους της Λιβύης δεν έχει γίνει ποτέ καταγραφή, τεκμηρίωση ή αρχειοθέτηση, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να γίνει μια εκτίμηση των αντικειμένων που έχουν πάρει τον δρόμο της υποχρεωτικής ξενιτιάς. Ωστόσο, σύμφωνα με το νατοϊκό δημοσίευμα, στη Λιβύη αποφεύχθηκε ο βαθμός της λεηλασίας και της καταστροφής που έγινε μετά την επέμβαση στο Ιράκ.
Δύο άνθρωποι όμως δεν κάθισαν με σταυρωμένα χέρια. Ο Καρλ Βον Χάμπσμπουργκ, πρόεδρος της Επιτροπής Μπλε Ασπίδα στην Αυστρία και ο Δρ. Τζόρις Κίλα, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του ‘Αμστερνταμ και πρόεδρος διεθνούς οργάνωσης που μεριμνά για τα μνημεία των εμπόλεμων περιοχών, έφτιαξαν έναν κατάλογο με τους αρχαιολογικούς χώρους που δεν πρέπει να βομβαρδίζονται. Η λίστα πήρε την ονομασία Νο strike (Δεν χτυπάμε).
Αυτή την περίοδο, και οι δύο άντρες βρίσκονται στη Λιβύη για μια καταγραφή των ζημιών.«Γνωρίζουμε και οι δύο πολύ καλά πόσο σημαντικό είναι να βρίσκεσαι άμεσα σε ένα μέρος όπου υπάρχει πιθανότητα να ξεκινήσουν -ή έχουν ήδη ξεκινήσει- συγκρούσεις. Αυτό που πρέπει να γίνει γρήγορα είναι μια εκτίμηση και να βρεθούν οι τρόποι που μπορείς να βοηθήσεις», δηλώνει ο κ. Χάμπσμπουργκ.
Και στους δυο δόθηκε ειδική άδεια πρόσβασης στους χώρους, που μέχρι πριν λίγους μήνες είχαν κλείσει για προστασία, πρακτική που τους βρίσκει σύμφωνους, όταν πρόκειται για ταραγμένες εποχές. Το έργο τους ωστόσο, ειδικά όταν αφορά περιπτώσεις προστασίας αρχαιολογικών χώρων, όπως της Κυρήνης, μιας από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες ελληνικές αποικίες, δεν είναι καθόλου εύκολο. Φαίνεται πάντως ότι ο κατάλογος «Δεν χτυπάμε» έκανε δουλειά, καθώς κάποιοι από τους αρχαιολογικούς χώρους που επισκέφτηκαν οι δύο άντρες είχαν υποστεί ελάχιστες ζημιές, παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν πολύ κοντά στα πεδία βολής.
Η Λιβύη χρειάζεται όση βοήθεια μπορεί να πάρει. Έτσι, ένας άλλος αρχαιολόγος, Λίβυος αυτή τη φορά, που ζει στη Βρετανία, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη για να συμβάλει με όποιο τρόπο μπορεί στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας του. Πρόκειται για τον Χάφεντ Ουάλντα από τη Μιστράτα, πόλη που βρίσκεται κοντά στη Λέπτις Μάγκνα.
Ο ίδιος πιστεύει ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αρχαιολογικοί χώροι της Λιβύης είναι η έλλειψη εκπαίδευσης και πόρων. «Βλέπω κάποια μνημεία παραμελημένα και περιθωριοποιημένα σε σημείο που συχνά νιώθω απόγνωση. Οι άνθρωποι εδώ δεν έχουν τους πόρους. Συχνά δεν έχουν και την τεχνογνωσία», δηλώνει. Παράλληλα, προωθεί ένα μήνυμα μέσα από τα ΜΜΕ ζητώντας βοήθεια από τους διεθνείς οργανισμούς:«Είναι σημαντικό να κατανοήσουν όλοι ότι η ταυτότητα της Λιβύης είναι η πολιτιστική κληρονομιά της. Πρόκειται πραγματικά υπέρ της παγκόσμιας κληρονομιάς η αφομοίωση της Λιβύης στον κόσμο. Είναι ένα τεράστιο και δύσκολο έργο, που η Λιβύη δεν μπορεί να κάνει μόνη της».