Η χθεσινή τηλεοπτική αναμέτρηση μεταξύ του ηγέτη της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι και του εθνικιστή ηγέτη Ίγκορ Στρελκόφ (Γκίρκιν) που υπήρξε πρώην υπουργός αμύνης της αυτοανακηρυχθείσας Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ (στην ανατολική Ουκρανία), έχοντας υπηρετήσει στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας (FSB), θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια άτυπη πρόβα, ενός πολιτικού ντιμπέιτ πριν την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2018.
Οι δύο άνδρες, ως επίδοξοι υποψήφιοι για την ρωσική προεδρία, αντιπαρατέθηκαν σε τρία βασικά θέματα όπως είχαν συμφωνήσει στις αρχές Ιουλίου. Στην καταπολέμηση της διαφθοράς, στις σχέσεις της Ρωσίας με την Δύση και στην κατάσταση στο Ντονμπάς (ανατολική Ουκρανία).
Όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο, στο ζήτημα της διαφθοράς, ο Ναβάλνι είπε ότι για να αντιμετωπισθεί θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί το δικαστικό σύστημα, να υπάρξει πολιτικός ανταγωνισμός και ελεύθερα ΜΜΕ, ότι ο ίδιος θα θεσπίσει νόμο που θα αφορά τον παράνομο πλουτισμό, θα δημιουργήσει σύστημα ανεξάρτητων εισαγγελέων και θα μειώσει κατά 200 φορές τους ελέγχους. Ο εθνικιστής Στρελκόφ, από την πλευρά του, εκφράζοντας την απογοήτευση του για τον Πούτιν, είπε ότι ενώ υποστήριξε τον Πούτιν έως το 2014 επειδή πίστεψε ότι θα κάνει την επανάσταση από τα πάνω και ότι θα πραγματοποιούσε κάθαρση στον περίγυρο του και θεωρούσε έως το 2015 ότι έπρεπε να τον υποστηρίζει, τώρα πλέον έχει αλλάξει γνώμη και δεν έχει τη φωτογραφία του στο γραφείο του.
Όσον αφορά στις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση, ο Ναβάλνι είπε ότι κάθε χώρα ενεργεί εγωιστικά και κάθε φυσιολογική κυβέρνηση υπερασπίζεται τα συμφέροντα της και πως μόνο στην Ρωσία η ελίτ ενεργεί για τα δικά της συμφέροντα και όχι για τα συμφέροντα της χώρας. Γι’ αυτό είπε ο Ναβάλνι πρέπει να σκεφτούμε πώς θα κάνουμε την χώρα φυσιολογική. Αντίθετα, ο Στρελκόφ πιστεύει ακράδαντα ότι η Δύση είναι εχθρός της Ρωσίας, και πως από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου δεν ήθελε ποτέ να υπάρξει μια ισχυρή Ρωσία, ότι Δύση για αυτόν είναι το ΝΑΤΟ του οποίου ηγούνται οι ΗΠΑ, οι εταιρείες των ολιγαρχών, τα πολιτικά συστήματα και ένας αποδυναμωμένος κρατικός μηχανισμός.
Για το Ντονμπάς (ανατολική Ουκρανία), ο Ναβάλνι στο ερώτημα τι θα κάνει με την Κριμαία και το Ντονμπάς, τάχθηκε στην ουσία υπέρ της υλοποίησης των συμφωνιών του Μίνσκ, κατηγορώντας τον Στρελκόφ ως έναν από τους υπαίτιους του πολέμου που ξεκίνησε στην ανατολική Ουκρανία, αλλά δεν απάντησε τι θα κάνει με την Κριμαία σε περίπτωση που εκλεγεί πρόεδρος.
Ο Στρελκόφ, υποστηρικτής της απόσχισης και της ίδρυσης της Νοβορωσίας (αποκαλείτο το τμήμα αυτό της ανατολικής Ουκρανίας-σ.σ.), δήλωσε ότι πήγε στην Ουκρανία για να υπερασπιστεί το δικαίωμα του ρωσικού λαού για αυτοδιάθεση, ενώ απαντώντας στον Ναβάλνι του είπε χαρακτηριστικά : «Θέλετε να ολοκληρώσετε την προδοτική γραμμή του Πούτιν, που παρέδωσε την Νοβορωσία”. Όταν ρωτήθηκε, ότι ως γενικός στρατιωτικός διοικητής γνώριζε ποιός κατέρριψε το μαλαισιανό Μπόινγκ, ο Στρελκόφ απάντησε ότι δεν το κατέρριψαν οι άνδρες του, λέγοντας ότι έφυγε από το Ντονμπάς επειδή τον εξανάγκασαν, αποφεύγοντας όμως να αναφερθεί σε λεπτομέρειες.
Ποια ήταν όμως η απήχηση του Ντιμπέιτ Ναβάλνι-Στρελκόφ; Στο διαδικτυακό κανάλι του Ναβάλνι, σύμφωνα με την εφημερίδα Novaya Gazeta, το ντιμπέιτ παρακολούθησαν περίπου 100 χιλιάδες άτομα και περίπου 50 χιλιάδες παρακολούθησαν το διαδικτυακό κανάλι –Youtube του τηλεοπτικού δικτύου «Ντόζντ», ενώ οι συνδρομητές του καλωδιακού καναλιού μπορούσαν να παρακολουθήσουν το ντιμπέιτ ζωντανά. Το ενδιαφέρον ήταν σχετικά μεγάλο, αν ληφθεί υπ όψιν ότι δεν έγινε καμία διαφήμιση επισημαίνει η εφημερίδα.
Αξιολογώντας το ντιμπέιτ αυτό, η ρωσική εφημερίδα, εκτίμα ότι είναι αμφίβολο αν ο Ναβάλνι μπόρεσε να αυξήσει ουσιαστικά την δημοτικότητα του μέσω του ντιμπέιτ, ενώ για τον Στρελκόφ γράφει ότι άρχισαν να τον ξεχνούν, όπως και ότι όσοι παρακολούθησαν το ντιμπέιτ, ήταν αυτοί που ήθελαν να δουν τον Ναβάλνι, κυρίως οι οπαδοί του, όσοι δηλαδή τον υποστήριξαν στις πολιτικές του κινητοποιήσεις. Όσον αφορά την σύνθεση του ακροατηρίου, την δείχνουν τα στοιχεία της ψηφοφορίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Υπέρ του Ναβάλνι ψήφισε το 80% των τηλεθεατών.
Ωστόσο η εφημερίδα Novaya Gazeta, που δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση φιλοκυβερνητική, δεν παραμένει μόνο σ’ αυτό. Στο άρθρο της με τίτλο «η ήττα του Ναβάλνι», δίνει την δίκη της εκτίμηση για τον ίδιο τον Ναβάλνι «Όλο το σκηνικό του ντιμπέιτ- και ό χώρος συνάντησης στο γραφείο του Ναβάλνι και το δικό του ακροατήριο και ο συντονιστής της συζήτησης Μιχαήλ Ζιγκάρ, τον οποίο γνώριζε πολύ καλά, ήταν πλεονέκτημα για έναν δημοκράτη πολιτικό. Αλλά δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει αυτό το πλεονέκτημα. Κατά διαστήματα είχες την εντύπωση ότι ο Ναβάλνι συζητάει από συνήθεια. Ότι έχει ήδη νικήσει στις εκλογές που φαντάζεται, ότι διοικεί την χώρα επί χρόνια , και πως κουράστηκε να επαναλαμβάνει τις ίδιες τετριμμένες φράσεις…Το ντιμπέιτ με τον Στρελκόφ (Γκίρκιν) ήταν η πολιτική ήττα του Ναβάλνι».
Την ίδια σχεδόν άποψη διατυπώνει και ο γνωστός ρώσος πολιτικός αναλυτής Γκεόργκι Μποφτ, σε άρθρο του στο Bfm.ru, ο οποίος διερωτάται για ποιο λόγο δέχθηκε ο Ναβάλνι να συμμετάσχει σ έναν ντιμπέιτ μ’ έναν άνθρωπο που πολλοί οπαδοί του τον θεωρούν συμμέτοχο σε παραστρατιωτικές οργανώσεις. Και η απάντηση που δίνει είναι η εξής: «Προφανώς επειδή θεωρεί ότι για τις δημόσιες σχέσεις όλοι οι τρόποι είναι καλοί. Ο ίδιος προφανώς ξέχασε γιατί οι πρόεδροι της Ρωσίας σταθερά αρνούνται να συμμετάσχουν σε ντιμπέιτ με τους εκπροσώπους της αντιπολίτευσης. Ο κύριος νόμος αυτών των συζητήσεων λέει ότι αν το φαβορί της πολιτικής αναμέτρησης συζητά με εκείνον που είναι λιγότερο γνωστός και θεωρείται πιο αδύναμος, ο ίδιος δουλεύει για τον αντίπαλο του, ενισχύει το εκτόπισμα του αντιπάλου του και χάνει το δικό του».
Ανεξάρτητα όμως από τις κρίσεις που διατυπώνονται για το πρώτο αυτό ντιμπέιτ, με την συμμετοχή του ηγέτη της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι, το οποίο αναμφίβολα θα αξιολογήσει λεπτομερώς το Κρεμλίνο, από μόνο του δημιουργεί την αίσθηση ότι η Ρωσία προετοιμάζεται σταδιακά, για τις προεδρικές εκλογές του 2018 , έστω και αν ακόμη και ο ίδιος ο πρόεδρος Πούτιν δεν έχει ακόμη αποφασίσει αν θα θέσει υποψηφιότητα για την επόμενη προεδρία.