Το γνωστότερο δικαστικό έπος, αλλά και ορθογραφικό λάθος, στη σύγχρονη γαλλική ιστορία θα ξαναπαιχτεί στη μεγάλη οθόνη, και ίσως σε ένα δικαστήριο. Πρόκειται για την υπόθεση του Ομάρ Ραντάντ, ενός αγράμματου μαροκινού κηπουρού που καταδικάστηκε το 1991 για τη δολοφονία της πλούσιας εργοδότισσάς του. Μια υπόθεση που έχει συγκριθεί τόσο με την υπόθεση Ντρέιφους, στα τέλη του 19ου αιώνα, όσο και με την υπόθεση Ο.Τζ.Σίμσον, στη δεκαετία του ’90.

Δεκαέξι χρόνια μετά την καταδίκη του, και δεκατέσσερα μετά την απονομή χάρης, ο Ραντάντ εξακολουθεί να διχάζει τη Γαλλία: οι μισοί πιστεύουν ότι είναι αθώος και οι μισοί ότι είναι ένοχος.

Ύστερα από την υποβολή επίσημου αιτήματος από τον 48χρονο Ραντάντ, το γαλλικό υπουργείο Δικαιοσύνης εξετάζει κατά πόσον οι νέες τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί για τη μελέτη του DNA δικαιολογούν το εκ νέου άνοιγμα της υπόθεσης, και ενδεχομένως την επανάληψη της δίκης.

Την ίδια ώρα, μια ταινία του αφρικανικής καταγωγής γάλλου ηθοποιού και σκηνοθέτη Ροσντί Ζεμ θα παρουσιάσει τον Ραντάντ ως θύμα δικαστικής πλάνης, και ενδεχομένως συνωμοσίας. Ο τίτλος της ταινίας είναι «Omar m’a tuer» (Ο Ομάρ με σκότωσε) και παραπέμπει στην ανορθόγραφη φράση που βρέθηκε γραμμένη με το αίμα του θύματος στην πόρτα του κλειδωμένου δωματίου όπου βρέθηκε το πτώμα της Γκιλέν Μαρσάλ στις 24 Ιουνίου 1991. Το λάθος εκείνο παραμένει ένα μεγάλο αίνιγμα. Είναι δυνατόν η 65χρονη Μαρσάλ, πλούσια και μορφωμένη, να έγραψε ακόμη και την ώρα που πέθαινε έτσι εκείνη τη φράση, αντί για το σωστό «Omar m’a tuée»?

Ο Ραντάντ αποφυλακίστηκε το 1998. Από τότε, χρησιμοποιεί κάθε δυνατό μέσο για να αποδείξει την αθωότητά του. «Ο κόσμος μου λέει ότι από τη στιγμή που μου απονεμήθηκε χάρη πρέπει να είμαι ευχαριστημένος», λέει στον ανταποκριτή της Ιντιπέντεντ. «Άλλοι μου λένε να τα ξεχάσω όλα και να συνεχίσω τη ζωή μου. Δεν είναι έτσι. Μου δόθηκε χάρη, δεν αθωώθηκα. Κι εγώ θέλω να καθαρίσω το όνομά μου».

Δύο δεκαετίες μετά, η υπόθεση Ομάρ Ραντάντ εξακολουθεί να συναρπάζει – και να εξοργίζει. Η οικογένεια του θύματος κατήγγειλε μέσω του δικηγόρου της την ταινία, χαρακτηρίζοντάς την ύβρη προς τη μνήμη της Μαρσάλ, ενώ αντιτίθεται με κάθε τρόπο στο ενδεχόμενο να επαναληφθεί η δίκη. «Αρνούνται ακόμη και να σκεφθούν την πιθανότητα να είναι αθώος ο Ραντάντ», λέει ο σκηνοθέτης της ταινίας. «Για ποιο λόγο; Επειδή αν δεν το έκανε αυτός, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα ποιος το έκανε».

Ο Ζεμ υποστηρίζει ότι στην αρχική καταδίκη υπήρχε ένα στοιχείο ρατσισμού. Κάποια στιγμή, ο πρόεδρος – που έχει ζήσει στη βόρεια Αφρική όταν βρισκόταν υπό γαλλική διοίκηση – απευθύνθηκε στον κατηγορούμενο στα αραβικά. «Όποιος δεν ξέρει να διαβάζει και να γράφει», του είπε, «πρέπει να κρύβεται σε μια τρύπα». Η αρχική ιατρική έκθεση τοποθετούσε την ημερομηνία του θανάτου στις 24 Ιουνίου, ημέρα που ο Ραντάντ είχε ακλόνητο άλλοθι. Στη συνέχεια, όμως, η ημερομηνία τροποποιήθηκε και έγινε 23 Ιουνίου.

Ο γνωστός δικηγόρος Ζακ Βερζές, που ασχολείται για χρόνια με την υπόθεση, ήταν ο πρώτος που τη συνέκρινε με την υπόθεση Ντρέιφους. «Πριν από έναν αιώνα, ένας στρατιωτικός καταδικάστηκε για κατασκοπεία επειδή ήταν εβραίος», είπε το 2001. «Σήμερα καταδικάζουμε έναν κηπουρό επειδή είναι Αφρικανός».

Η Μαρσάλ βρέθηκε στη βίλλα της στο Μουζέν, κοντά στη Νίκαια, με το κρανίο της θρυμματισμένο, τον λαιμό της κομμένο, ένα δάκτυλο κομμένο και δέκα μαχαιριές. Είναι δυνατόν μια γυναίκα σε τέτοια κατάσταση να έγραψε ένα μήνυμα με το αίμα της; Κάποιοι ειδικοί είχαν πει τότε ότι κατά 65% ο γραφικός χαρακτήρας ήταν δικός της. Κάποιοι άλλοι είπαν αργότερα ότι δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι.

Ο Ραντάντ ζητά από την υπουργό Δικαιοσύνης να διατάξει επανάληψη της δίκης. Αν το αίτημά του γίνει δεκτό, τα δείγματα DNA που έχουν βρεθεί θα συγκριθούν με δείγματα απ’όλους τους εγκληματίες που έχουν καταδικαστεί στη Γαλλία.