Στο έργο του «Φυσική Ιστορία» του 1ου αιώνα μ.Χ., ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος πλέκει το εγκώμιο σε ένα άγαλμα που ήταν τοποθετημένο στο παλάτι του ρωμαίου αυτοκράτορα Τίτου.
Το αποκαλεί «Σύμπλεγμα του Λαοκόοντος» και το χαρακτηρίζει ως το έργο που προτιμούσαν οι ρωμαίοι πολίτες περισσότερο από κάθε άλλο έργο γλυπτικής ή ζωγραφικής του καιρού.
Το άγαλμα, που ο Πλίνιος υποστηρίζει ότι είχε σκαλιστεί από μονοκόμματο μάρμαρο (αν και κατά την ανεύρεσή του ήταν φανερό ότι αποτελούνταν από εφτά ευδιάκριτα τμήματα), αναπαριστά τον ιερέα των Τρώων, Λαοκόοντα, και τους γιους του, Αντιφάντη και Θυμβραίο, να στραγγαλίζονται από φίδια.
Ο Λαοκόων θανατώθηκε, όπως μας λέει η μυθολογία αλλά και συγγραφείς από τον Σοφοκλή ως και τον Βιργίλιο, όταν θέλησε να προειδοποιήσει τους Τρώες για τον Δούρειο Ίππο. Πριν προλάβει να αποκαλύψει το δαιμόνιο τέχνασμα των Ελλήνων, η θεά Αθηνά έστειλε τα φίδια της να πνίξουν αυτόν και τους γιους του ώστε να βρουν τρόπο οι πολιορκητές να βρεθούν εντός των τειχών της Τροίας.
Για πάμπολλους αιώνες οι περιγραφές του Πλινίου ήταν το μόνο που είχαμε από το ξακουστό αριστούργημα της αρχαιότητας. Μέχρι το 1506 μ.Χ. τουλάχιστον, όταν ένας αγρότης το βρήκε αναπάντεχα στους αμπελώνες του. Μόλις έμαθε τα χαρμόσυνα νέα, ο Πάπας Ιούλιος Β’ το αγόρασε και το τοποθέτησε στον Κήπο Μπελβεντέρε του Βατικανού, καλώντας ακόμα και τον Μιχαήλ Άγγελο να το εξετάσει.
Όλοι αποφάνθηκαν πως ήταν το περιβόητο σύμπλεγμα που περιέγραφε ο Πλίνιος, μόνο που έλειπε το δεξί χέρι του Λαοκόοντος. Και τότε έγινε κακός χαμός! Οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες της Ιταλίας, από τον Μιχαήλ Άγγελο μέχρι τον Ραφαήλ, είχαν τώρα τις δικές τους εκδοχές για τη στάση του χαμένου χεριού: κάποιοι έλεγαν πως το χέρι λύγιζε προς τα πίσω (μαζί τους και ο Μιχαήλ Άγγελος), ενώ κάποιοι άλλοι το ήθελαν να εκτείνεται ηρωικά προς τα έξω (υπέρμαχος αυτής της άποψης και ο Ραφαήλ).
Ο Πάπας αναγκάστηκε να κηρύξει διαγωνισμό γλυπτικής το 1510 για την αποκατάσταση του χαμένου χεριού και ξέρουμε πως ο τελικός κριτής ήταν ο ίδιος ο Ραφαήλ. Η επιτροπή έκρινε τελικά πως η εκδοχή της έκτασης του χεριού προς τα έξω ήταν η σωστή, κι έτσι ακριβώς αποκαταστάθηκε το κατεστραμμένο τμήμα.
Το έργο της αποκατάστασης ανατέθηκε στον έμπιστο του Ραφαήλ, γλύπτη Γιάκοπο Σανσοβίνο, ο οποίος χάρισε στον Λαοκόοντα ένα χέρι που εκτεινόταν προς τα έξω. Για λόγους πάντως που μας διαφεύγουν ιστορικά, αυτό το χέρι δεν προσαρμόστηκε στο άγαλμα. Μια ακόμα πιο ευθεία εκδοχή του χεριού φιλοτεχνήθηκε το 1532 από τον πρώην μαθητή του Μιχαήλ Αγγέλου, Τζιοβάνι Μοντορσόλι, η οποία κολλήθηκε στο άγαλμα κι έτσι πέρασε το σύμπλεγμα στους αιώνες που ακολούθησαν.
Όλα αυτά μέχρι το 1906, όταν ένας αρχαιολόγος ονόματι Λούντβιχ Πόλακ ανακάλυψε το πραγματικό χέρι του Λαοκόοντος στην αυλή ενός λιθοξόου. Θεωρώντας πως ήταν το χαμένο μέλος του αγάλματος, το οποίο μετά τη βόλτα του στο Λούβρο από τον Μέγα Ναπολέοντα είχε επιστρέψει ξανά στο Βατικανό, ο Πόλακ το πήρε παραμάσχαλα και το πήγε στην έδρα του ρωμαιοκαθολικισμού.
Ο αρχαιολόγος είχε δίκιο, καθώς το χέρι ταίριαζε γάντι με το σύμπλεγμα. Και φυσικά το χέρι λύγιζε προς τα πίσω, όπως ακριβώς είχε υποθέσει δηλαδή ο Μιχαήλ Άγγελος. Κάτι που σήμαινε τώρα πως η εκδοχή του Ραφαήλ και το χέρι του Μοντορσόλι ήταν ολότελα λάθος. Ένα λάθος για την αποκατάσταση του οποίου θα έπρεπε να περιμένει η ιστορία της τέχνης κοντά 400 χρόνια!
Μετά την αποκατάσταση βέβαια του αρχικού συμπλέγματος, οι τεχνοκρίτες ήρθαν αντιμέτωποι με ένα νέο πρόβλημα: ο Λαοκόων είχε αντιγραφεί μαζικά και πάμπολλα αντίγραφά του κοσμούσαν μουσεία και συλλογές τέχνης στα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης. Και όλα τους είχαν φυσικά το λάθος χέρι του τρώα ιερέα. Όπως ακριβώς το προτιμούσε ο Ραφαήλ…