Ο πρόεδρος της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος κάλεσε σήμερα τον νέο επικεφαλής της αντάρτικης οργάνωσης Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC) να τερματίσει την ένοπλη πάλη, προειδοποιώντας τον ότι εάν δεν το πράξει θα έχει την τύχη του προκατόχου του, ο οποίος σκοτώθηκε στην διάρκεια μιας επιχείρησης των ειδικών δυνάμεων του στρατού νωρίτερα αυτόν το μήνα.
Η ανάδειξη του Τιμολέον Χιμένες στην ηγεσία των FARC, που κατηγορούνται ότι χρηματοδοτούν τις επιχειρήσεις τους διαμέσου του λαθρεμπορίου ναρκωτικών, μετά το θάνατο του πρώην επικεφαλής της οργάνωσης Αλφόνσο Κάνο, διέψευσε τις προσδοκίες ορισμένων αναλυτών στην Κολομβία αλλά και στις ΗΠΑ, που εξέφραζαν ελπίδες ότι θα σήμαινε την αρχή του τέλους του εμφυλίου στη χώρα της Λατινικής Αμερικής.
«Θέλω να αδράξω αυτή την ευκαιρία για να πω στον νέο υπ’ αριθμόν ένα των FARC να σκεφτεί ότι πολιτικά έχουν ηττηθεί. Πάνω από το 96-97% του πληθυσμού απορρίπτει τις FARC» είπε ο Σάντος σε ομιλία του αργά χτες το βράδυ.
«Από στρατιωτικής άποψης είναι όλο και πιο αδύναμοι. Ο δρόμος των όπλων, ο δρόμος της βίας δεν θα τους πάει πουθενά. Πρέπει να το σκεφτεί αυτό, ή σύντομα θα έχει την μοίρα του Αλφόνσο Κάνο’.
Ο στρατός της Κολομβίας πραγματοποίησε επιδρομή σε ένα κρησφύγετο σε μια ορεινή επαρχία στο νότιο τμήμα της χώρας και σκότωσε τον Κάνο την 4η Νοεμβρίου. Η κυβέρνηση του Σάντος είχε χαιρετίσει την εξέλιξη, που χαρακτηρίστηκε το μεγαλύτερο πλήγμα για τους αντάρτες ως σήμερα, ενώ ο θάνατος του σημαντικότερου ιδεολογικού ηγέτη της οργάνωσης δημιούργησε ελπίδες σε αναλυτές και ξένους επενδυτές ότι θα αποκατασταθεί η ειρήνη στην 5η μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής.
Οι FARC δεσμεύτηκαν αντίθετα ότι θα συνεχίσουν την ένοπλη πάλη και ονόμασαν τον Χιμένες, γνωστότερο με το προσωνύμιο «Τιμοσένκο», νέο ηγέτη τους.
Ο 52χρονος πρώην γιατρός σπούδασε στην Κούβα και στην πρώην Σοβιετική Ένωση, όπου απέκτησε και το παρατσούκλι. Οι υπηρεσίες πληροφοριών των θεωρούν τον πιο ασυμβίβαστο διοικητή εξ όσων θα μπορούσαν να έχουν επιλεγεί.
Ο κολομβιανός αναλυτής Ραφαέλ Νιέτο, αν και θεωρεί ότι οι αντάρτες βρίσκονται «στο χειρότερο σημείο τους εδώ και χρόνια», επισημαίνει ότι «δε θα αλλάξουν τη στρατηγική τους (των τελευταίων ετών). Θα συνεχίσουν τον ανταρτοπόλεμο, με μικρές ομάδες… κάνοντας αιφνιδιαστικές επιθέσεις στο στρατό, αποφεύγοντας μεγάλης κλίμακας αναμετρήσεις. Δεν θα αρχίσουν ξανά επιθέσεις σε μεγάλες πόλεις».