Στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, η εφημερίδα Guardian οργάνωσε μια συζήτηση για το κατά πόσον η Βρετανία έπρεπε να ενταχθεί στην ευρωζώνη. Οι περισσότεροι από τους ομιλητές – μεταξύ των οποίων πολλά στελέχη του Εργατικού Κόμματος – ήταν υπέρ της ένταξης. Αλλοι είπαν ότι δεν έπρεπε να μείνει η Βρετανία στην ακτή καθώς το ευρωπλοίο ξεκινούσε. Αλλοι, ότι ο μόνος τρόπος να επιβιώσει η Βρετανία στην παγκοσμιοποιημένη εποχή είναι να αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης οικονομικής μονάδας.
Ο κοινωνικός χάρτης της Ευρώπης ενθάρρυνε επίσης την άποψη ότι η Βρετανία θα μπορούσε να είναι μέρος μιας «Ευρώπης των εργαζομένων», που θα ερχόταν σε αντίθεση με την αχαλίνωτη αγορά εργασίας που είχε δημιουργήσει η Μάργκαρετ Θάτσερ. Με λίγα λόγια, όσοι υποστήριζαν το ευρώ ήταν προοδευτικοί, και όσοι εξέφραζαν την αντίθεσή τους ήταν «επαρχιώτες».
Η υποστήριξη του ευρώ δεν είναι πια της μόδας. Όπως σημειώνει όμως ο Λάρι Ελιοτ στην Guardian, όσοι υποστήριζαν τότε την ένταξη της Βρετανίας στην ευρωζώνη είχαν από μια πλευρά δίκιο. Κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή είχαν προειδοποιήσει ότι η ζωή της χώρας έξω από την ευρωζώνη δεν θα ήταν ρόδινη. Πράγματι, ακόμη και με την πολυτέλεια μιας ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής, η Βρετανία πέρασε τη μεγαλύτερη ύφεση της μεταπολεμικής της ιστορίας, και ακόμη δεν έχει συνέλθει.
Δεύτερον, επειδή οι υπέρμαχοι του ευρώ είχαν επισημάνει ότι η Βρετανία θα επηρεαζόταν από αυτά που θα συνέβαιναν στην ευρωζώνη. Ένα μεγάλο μέρος των βρετανικών προϊόντων εξάγονται στην ευρωζώνη, κατά συνέπεια η κρίση πλήττει μοιραία και τη βρετανική οικονομία.
Οσοι είχαν επιχειρηματολογήσει τότε εναντίον της ένταξης της Βρετανίας δεν είχαν ισχυριστεί ότι η ζωή έξω από το ευρώ θα είναι εύκολη. Είχαν όμως υποστηρίξει ότι μια ενιαία νομισματική πολιτική θα προκαλέσει αστάθεια, όχι σταθερότητα. Ότι θα υπάρξει όλο και μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ των μελών. Ότι η οικονομική κρίση θα οδηγήσει σε εκτεταμένη λιτότητα. Ότι αυτό που έμοιαζε να δημιουργείται δεν ήταν μια «Ευρώπη των εργαζομένων», αλλά μια «Ευρώπη των τραπεζιτών». Ολες αυτές οι προβλέψεις επαληθεύτηκαν.
Αυτό που συνέβη είναι το εξής. Οι χώρες της περιφέρειας είχαν υψηλότερα κόστη και μικρότερη παραγωγικότητα από εκείνες του κέντρου. Το κοινό και χαμηλό επιτόκιο τούς επέτρεψε όμως να συγκαλύψουν τις αδυναμίες τους. Η απουσία οποιωνδήποτε ελέγχων του κεφαλαίου οδήγησε τα πλεονάσματα των ισχυρών οικονομιών στο να ανακυκλωθούν σε κερδοσκοπία σε μεσογειακή γη. Η «φούσκα» που δημιουργήθηκε προκάλεσε τεράστιες οικονομικές δυσκολίες όχι μόνο στις τράπεζες που δάνεισαν τα χρήματα, αλλά και στις κυβερνήσεις που τις στήριζαν.
Η απουσία μιας πραγματικής κινητικότητας στην αγορά εργασίας και η ανεπάρκεια των ευρωπαϊκών μηχανισμών για τη μετατόπιση πόρων από τις πλούσιες προς τις φτωχές χώρες της ευρωζώνης εκτόξευσαν στα ύψη το κόστος της οικονομικής αποτυχίας. Η ανεργία των νέων στην Ισπανία φτάνει το 50%, στην Ελλάδα το 40%.
Αποφασίστηκαν έτσι πακέτα βοήθειας προς τις χώρες όπου οι οικονομικές πιέσεις είχαν γίνει αφόρητες. Οι όροι όμως που συνόδευσαν αυτή τη βοήθεια έκαναν το πρόβλημα χειρότερο. Η αποτυχία αυτής της στρατηγικής φαίνεται και στις νέες οικονομικές προβλέψεις που διατύπωσε την περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η ευρωζώνη θα βυθιστεί και πάλι στην ύφεση, καθώς οι τράπεζες σταματούν να δανείζουν, οι εξαγωγές μειώνονται, η εμπιστοσύνη κλονίζεται, η ανεργία αυξάνει και οι περικοπές των δημοσίων δαπανών «πονούν».
Οι ευρωπαίοι ηγέτες προσπαθούν τώρα να κερδίσουν χρόνο μέχρι να συγκροτήσουν μια δημοσιονομική ένωση που θα συμπληρώσει τη νομισματική ένωση. Αυτό όμως έχει αρκετά προβλήματα. Ο χρόνος δεν υπάρχει. Οι ασθενέστερες χώρες θα πρέπει να ακολουθήσουν τις εντολές των ισχυρότερων. Δεν θα χρειαστούν χρόνια, αλλά δεκαετίες λιτότητας.
Το αντίθετο της ενοποίησης είναι η διάσπαση. Το Βερολίνο και το Παρίσι συζητούν ήδη για μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων, με ένα σκληρό πυρήνα γύρω από τη Γερμανία και μια ομάδα χωρών στις οποίες θα επιτραπεί να επιστρέψουν στη νομισματική ένωση μόνο όταν θα είναι έτοιμες, γράφει η εφημερίδα.