Συζητώντας για τις απαρχές της σύγχρονης γοτθικής λογοτεχνίας, οι πιθανότητες λένε πως οι περισσότεροι θα μιλήσουν για τον «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ.
Το βιβλίο-ορόσημο του βαμπιρισμού κυκλοφόρησε το 1897 και σφράγισε έκτοτε το είδος, παραμένοντας σημείο αναφοράς ως τα σήμερα.
Λίγα χρόνια πρωτύτερα βέβαια, την ώρα που ο Στόκερ ξεψάχνιζε αντίστοιχες ιστορίες, έπεσε πάνω σε μια περιπέτεια με βρικόλακες που είχε κυκλοφορήσει στην Ιρλανδία.
Ήταν η «Καρμίλα», το μυθιστόρημα του «Ιρλανδού Πόε», όπως τον αποκάλεσαν, Τζόζεφ Σέρινταν Λε Φανού, που έδωσε μια νέα διάσταση στον μύθο των βρικολάκων εμπνέοντας μια ανεξήγητη συμπάθεια για τα κατατρεγμένα αλλά επικίνδυνα αυτά πλάσματα της νύχτας και καθιερώνοντας ταυτοχρόνως το διαχρονικά γοητευτικό βαμπίρ.
Η «Καρμίλα» γράφτηκε το 1871 και κυκλοφόρησε το 1872, έναν χρόνο πριν από τον θάνατο του συγγραφέα. Την ιστορία διηγείται η Λόρα, μια νεαρή Βρετανή που πέφτει θύμα της βαμπιρικής σαγήνης: «Τα τεράστια μάτια του πλησίασαν στο πρόσωπό μου και ξάφνου αισθάνθηκα έναν οξύ πόνο, λες και δυο μεγάλες βελόνες είχαν χωθεί βαθιά στο στήθος μου. Ξύπνησα με μια κραυγή. Είδα γύρω μου το χώρο φωτισμένο από το κερί που έκαιγε όλη τη νύχτα, και ύστερα είδα κάτι σαν σκιά, μια σκοτεινή γυναικεία φιγούρα να στέκεται στα πόδια του κρεβατιού, στη δεξιά πλευρά».
Αυτό το παράξενο πλάσμα ήταν η Καρμίλα, μια απόκοσμη φιγούρα με την οποία θα εμπλακεί συναισθηματικά η κοπέλα. Θα παραμείνει συνδεδεμένη μαζί της ακόμα και μετά το παλούκωμα του γυναικείου βαμπίρ, σε μια ιστορία μυστηρίου και τρόμου που ενέπνευσε τον «Δράκουλα» του Στόκερ, καθώς οι ομοιότητες είναι κάτι παραπάνω από προφανείς. Όπως, για παράδειγμα, η πληθωρική σεξουαλικότητα των γυναικών βρικολάκων και στις δύο ιστορίες.
Αυτό που παραμένει ωστόσο εντυπωσιακό στο μυθιστόρημα του Λε Φανού είναι οι εκκωφαντικές διαφορές του από τα άλλα πρώιμα κλασικά του είδους. Και κυρίως το γεγονός ότι περιστρέφεται γύρω από την πολύπλοκη σχέση δυο γυναικών, μια σχέση με διακριτές ερωτικές πινελιές.
Το κείμενο γράφτηκε εξάλλου κατά την πουριτανική Βικτοριανή Εποχή και η «Καρμίλα», με τον παράδοξο ερωτισμό της, θέλησε να καταφέρει μια βαθιά ρωγμή στον βικτοριανό καθρέφτη και την υποκριτική σεμνοτυφία του καιρού. Ακόμα και οι πιο αθώες ψυχές, μας λέει ο Λε Φανού, δεν μπορούν να αντισταθούν στη σαγήνη της μεταφυσικής αποπλάνησης.
Κι έτσι ο θηλυκός βρικόλακας αποπλανεί το επίσης θηλυκό θύμα του, προσυπογράφοντας μια λεσβιακή ιστορία αίματος και έρωτα εντελώς μοναδική στην εποχή της. Οι δυο γυναίκες μοιράζονται μάλιστα το ίδιο πάθος, παρά τους διαφορετικούς σκοπούς τους, σε ένα κείμενο που καταγγέλλει ουσιαστικά τα πουριτανικά ήθη των Βικτοριανών.
Κι αυτός είναι πιθανότατα ο λόγος που παρά την πρωτιά της, η «Καρμίλα» δεν γνώρισε την πλατιά αποδοχή στα χρόνια της. Αργότερα βέβαια θα αναδυόταν για μια ακόμα φορά από τον τάφο της για να εμπνεύσει όλη τη λεσβιακή βαμπιρική λογοτεχνία των επόμενων δεκαετιών…