Οι μετανάστες από την Ανατολία που πριν από 8.000 έως 9.000 χρόνια εισέδυσαν στην Ευρώπη -μέσω της Ελλάδας- ήταν άνδρες και γυναίκες σε ίσους αριθμούς, που μετέφεραν μαζί τους τις γεωργικές γνώσεις και πρακτικές τους. Αλλά αυτοί που ακολούθησαν αργότερα, πριν από 5.000 χρόνια, οι έφιπποι επιδρομείς από τις στέπες του Πόντου και της Κασπίας, οι οποίοι κατέκλυσαν τα κεντροευρωπαϊκά εδάφη, ήσαν σχεδόν μόνο άνδρες (σε πιθανή αναλογία δέκα άνδρες για κάθε μία γυναίκα).
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας επιστημονικής έρευνας Ευρωπαίων και Αμερικανών γενετιστών, η οποία φωτίζει τις αρχαίες μετακινήσεις που διαμόρφωσαν το «πρόσωπο» της σύγχρονης Ευρώπης.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων της Ουψάλα της Σουηδίας και του Στάνφορντ της Καλιφόρνια, με επικεφαλής τον καθηγητή γενετικής Ματίας Γιάκομπσον, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Αμερικανικής Ακαδημίας Επιστημών (PNAS), ανέλυσαν δείγματα DNA από 36 σκελετούς της πρώιμης και της ύστερης Νεολιθικής εποχής, καθώς και της Εποχής του Χαλκού.
Η βασική διαπίστωση είναι ότι στο πιο πρόσφατο «μεταναστευτικό» κύμα προς την Ευρώπη από τις στέπες της Ευρασίας δεν πήραν μέρος σχεδόν καθόλου γυναίκες και η όλη υπόθεση ήταν μάλλον καθαρά ανδρική, πράγμα που υποδηλώνει ότι επρόκειτο μάλλον για επιδρομή παρά για μετανάστευση. Αντίθετα με το προηγούμενο μεταναστευτικό ρεύμα των γεωργών, που ήταν μικτό από άποψη φύλου.
Οι έως τώρα γενετικές αναλύσεις αποκαλύπτουν ότι οι σημερινοί Ευρωπαίοι συνιστούν ένα «μωσαϊκό» από τρία μεγάλα μεταναστευτικά κύματα εξ Ανατολών, με αρχαιότερο των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που έφθασαν στην Ευρώπη πριν από περίπου 37.000 χρόνια. Κάθε μετανάστευση έφερε στο ευρωπαϊκό έδαφος νέες γνώσεις (με κυριότερη τη γεωργία), νέα πολιτισμικά έθιμα, καθώς επίσης γλωσσικές και κοινωνικές αλλαγές.
Το μεσαίο μεταναστευτικό ρεύμα δεν προκάλεσε πολλές επιμειξίες με τους ντόπιους πληθυσμούς στην Ευρώπη (τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες που είχαν προηγηθεί), επειδή οι γεωργοί από την Ανατολία είχαν φέρει μαζί τους τις οικογένειές τους.
Αλλά το τρίτο και πιο πρόσφατο ρεύμα είχε ως συνέπεια εκτεταμένες επιμειξίες με τους κυνηγούς-τροφοσυλλλέκτες και τους γεωργούς, επειδή οι εισρέοντες καβαλάρηδες -οι πολεμικές νομαδικές φυλές γνωστές και ως Γιαμνάγια- είχαν αφήσει τις γυναίκες τους πίσω στις στέπες της σημερινής Ουκρανίας και Ρωσίας. Μέσα σε λίγες εκατοντάδες χρόνια, οι Γιαμνάγια συνεισέφεραν τουλάχιστον το μισό DNA των σημερινών Κεντροευρωπαίων.
Οι νομάδες εκτιμάται ότι, μεταξύ άλλων, έφεραν στην Ευρώπη τις γνώσεις της κτηνοτροφίας, της χρήσης του τροχού σε άμαξες και της μεταλλουργίας, πιθανώς και την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, την μυστηριώδη προγονική γλώσσα όλων των σημερινών περίπου 400 γλωσσών ινδοευρωπαϊκής προέλευσης.