Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σχεδιάζει την έκδοση προεδρικής οδηγίας μέσω ενός αμφιλεγόμενου κανονισμού (Dodd-Frank law) για την αναστολή εφαρμογής του νόμου (Conflict Minerals rule) που υποχρεώνει τις εταιρίες να γνωστοποιούν την ταυτότητα των προϊόντων τους, αναφορικά με τη σύνθεση και χρήση «ύποπτων ορυκτών» από περιοχή της Αφρικής, που σπαράσσεται από πολεμικές συγκρούσεις.
Το Reuters δεν έχει πληροφορηθεί τον ακριβή χρόνο έκδοσης της προεδρικής οδηγίας ή την τελική μορφή της. Ωστόσο, ένα προσχέδιο έχει διαρρεύσει στην Ουάσιγκτον για το οποίο το Reuters έλαβε γνώση χθες. Το προσχέδιο αυτό, αναφέρει ότι η εφαρμογή του νόμου θα ανασταλεί για δύο χρόνια. Ωστόσο, η αυθεντικότητα του εγγράφου δεν έχει επιβεβαιωθεί. Οι πηγές που γνωστοποίησαν την ύπαρξή του, μίλησαν ανώνυμα καθώς δεν έχουν εξουσιοδοτηθεί επίσημα.
Ο αμερικανός πρόεδρος έχει δικαιοδοσία (2010 Dodd-Frank law) να διατάξει την αρμόδια επιτροπή (U.S. Securities and Exchange Commission -SEC) για την προσωρινή αναστολή της υποχρέωσης των εταιριών να γνωστοποιούν στοιχεία προέλευσης ορυκτών για μία διετία, εάν αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.
Ο αναφερόμενος νόμος εφαρμόστηκε μετά από πιέσεις των ανθρωπιστικών οργανώσεων, προκειμένου οι επενδυτές των εταιριών να γνωρίζουν εάν τα προϊόντα που παράγουν, περιέχουν ταντάλιο, κασσίτερο, χρυσό ή βολφράμιο, η εξόρυξη των οποίων έγινε από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Ο νόμος επιβλήθηκε ώστε η δημοσιοποίηση της σύστασης των προϊόντων, να λειτουργεί αποτρεπτικά για τη χρηματοδότηση ένοπλων ομάδων.
Από την άλλη μεριά, επιχειρηματικοί όμιλοι στις ΗΠΑ ήταν αντίθετοι με την εφαρμογή του νόμου υποστηρίζοντας ότι ασκείται πίεση στις εταιρίες να δημοσιοποιήσουν πληροφορίες πολιτικού χαρακτήρα, οι οποίες δε σχετίζονται με την υλοποίηση επενδύσεων. Παράλληλα, οι ίδιοι όμιλοι υποστήριξαν ότι η εξακρίβωση από τις εταιρίες της πηγής των ορυκτών αυξάνει το λειτουργικό κόστος σε όλη την αλυσίδα παραγωγής των προϊόντων.
Στο προσχέδιο που διέρρευσε και έχει στην κατοχή του το Reuters, έχει ζητηθεί από τους υπουργούς Εξωτερικών και Οικονομικών των ΗΠΑ να προτείνουν την εφαρμογή σχεδίου για την αντιμετώπιση ζητημάτων που σχετίζονται με την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και τη χρηματοδότηση ένοπλων ομάδων στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, μέσα σε χρονικό διάστημα 180 ημερών.
Στο ίδιο προσχέδιο της προεδρικής οδηγίας, υπάρχει επιχειρηματολογία για την αναστολή εφαρμογής του νόμου, η εφαρμογή του οποίου βοήθησε στο ν’ αποτραπεί η αγορά ορυκτών από αμερικανικές εταιρίες, ενώ παράλληλα, «προκάλεσε την απώλεια θέσεων εργασίας».
Παράλληλα, γνωστοποιείται ότι το οικονομικό κόστος από την εφαρμογή του νόμου, για τις εταιρίες καταγράφηκε μεταξύ 3 ή 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων με το ετήσιο οικονομικό κόστος να υπολογίζεται στα 200 εκατομμύρια δολάρια.