Το Ιράκ κάλεσε σήμερα τις ΗΠΑ να επανεξετάσουν την προσωρινή απαγόρευση της εισόδου Ιρακινών πολιτών στις ΗΠΑ, ανακοίνωσε το ιρακινό υπουργείο Εξωτερικών, χαρακτηρίζοντας «εσφαλμένη» την αμερικανική αυτή απόφαση.

«Είναι απαραίτητο η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ να επανεξετάσει αυτήν την εσφαλμένη απόφαση», υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών.

Έπειτα από αναφορά που κάνει στη συνέχιση της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους, το ιρακινό υπουργείο Εξωτερικών καταλήγει στην ανακοίνωσή του: «Εμείς επαναβεβαιώνουμε την επιθυμία του Ιράκ να ενισχύσει τη στρατηγική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών».

Την ίδια ώρα, το ιρακινό κοινοβούλιο καλεί με σημερινή του απόφαση τη Βαγδάτη να «προβεί σε αντίποινα» για την προσωρινή απαγόρευση από την κυβέρνηση του νέου προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ της εισόδου στο αμερικανικό έδαφος των πολιτών 7 κυρίως μουσουλμανικών χωρών μεταξύ των οποίων το Ιράκ, σύμφωνα με κοινοβουλευτικό αξιωματούχο.

Το σχετικό διάταγμα που υπέγραψε ο Τραμπ την Παρασκευή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στο Ιράκ, όπου στρατοπεδεύουν περισσότεροι από 5.000 Αμερικανοί στρατιωτικοί, οι οποίοι έχουν ως αποστολή τους να βοηθήσουν τις ιρακινές και τις κουρδικές δυνάμεις του Ιράκ στον πόλεμο που διεξάγουν κατά του Ισλαμικού Κράτους.

Ιρακινός κυβερνητικός αξιωματούχος είχε δηλώσει νωρίτερα ότι ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας του, ο Ιμπραχίμ αλ Τζααφάρι, σχεδιάζει να συναντηθεί σήμερα ή αύριο με τον αμερικανό πρεσβευτή στη χώρα για να του εκφράσει την απογοήτευση της Βαγδάτης για την απόφαση αυτή του Τραμπ.

Ο πρωθυπουργός του Ιράκ Χάιντερ αλ Αμπάντι δεν έχει ακόμη αντιδράσει στην αμερικανική απαγόρευση.

Το αμφιλεγόμενο διάταγμα του Τραμπ απαγορεύει την είσοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες όλων των προσφύγων, ανεξάρτητα από το ποια είναι η προέλευσή τους, για 120 ημέρες (και επ’ αόριστον για τους σύρους πρόσφυγες). Απαγορεύει επίσης την είσοδο για 90 ημέρες των πολιτών επτά κυρίως μουσουλμανικών χωρών που θεωρούνται από την Ουάσινγκτον πρόσφορο έδαφος για την τρομοκρατία: Ιράν, Ιράκ, Λιβύη, Σομαλία, Σουδάν, Συρία και Υεμένη.

Και ΟΗΕ κατά Ουάσινγκτον

Την ίδια ώρα, ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα Ζέιντ Ράαντ αλ Χουσέιν κατήγγειλε σήμερα «την έλλειψη γενναιοδωρίας» των ΗΠΑ μετά το αντιμεταναστευτικό προεδρικό διάταγμα. «Οι διακρίσεις βάσει της εθνικότητας απαγορεύονται από τα ανθρώπινα δικαιώματα», έγραψε στον λογαριασμό του στο Twitter ο αλ Χουσέιν.

Από την πλευρά του, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, δήλωσε από την Αντίς Αμπέμπα όπου συμμετέχει στη σύνοδο της Αφρικανικής Ένωσης, ότι οι αφρικανικές χώρες είναι μεταξύ «των πιο γενναιόδωρων» στον κόσμο για τους πρόσφυγες.

«Τα αφρικανικά σύνορα παραμένουν ανοικτά για όσους έχουν ανάγκη από προστασία, όταν πολλά σύνορα κλείνουν, περιλαμβανομένων αυτών των πιο ανεπτυγμένων χωρών του κόσμου», πρόσθεσε ο Γκουτέρες.

Στο μεταξύ η απόφαση του αμερικανού προέδρου να απαγορεύσει την είσοδο στη χώρα Σύρων προσφύγων θα κοστίσει ζωές, καταγγέλλει και η οργάνωση Γιατροί χωρίς Σύνορα (MSF). «Το προεδρικό διάταγμα ουσιαστικά θα εγκλωβίσει ανθρώπους σε εμπόλεμες ζώνες, βάζοντας σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή τους», αναφέρουν σε ανακοίνωσή τους οι MSF.

«Το κλείσιμο της πόρτας από τις ΗΠΑ, οι οποίες ελέγχουν αυστηρά τους πρόσφυγες εδώ και χρόνια, αποτελεί ένα πλήγμα στη βασικά αποδεκτή άποψη ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να μπορούν να φύγουν για να σώσουν τη ζωή τους», τονίζει ο Τζέισον Κόουν, εκτελεστικός διευθυντής των MSF-USA στην ανακοίνωση.

«Κάθε μέρα οι ομάδες μας στο πεδίο βλέπουν ανθρώπους να αναζητούν απεγνωσμένα την ασφάλεια στα κλειστά σύνορα και σε εμπόλεμες περιοχές από τις οποίες δεν μπορούν να φύγουν», προσθέτει.

Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) αναφέρει ότι 4,9 εκατομμύρια Σύροι είναι πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες, ενώ σχεδόν ένα εκατομμύριο έχουν φύγει για την Ευρώπη και περισσότεροι από 6 εκατομμύρια είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι.

Στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ο Ντόναλντ Τραμπ είχε καταγγείλει την απόφαση του προκατόχου του Μπαράκ Ομπάμα να αυξήσει τον αριθμό των Σύρων προσφύγων που γίνονται δεκτοί στις ΗΠΑ, εξαιτίας του φόβου ότι ενδέχεται να εξαπολύσουν επιθέσεις.

Περίπου 25.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ από τον Οκτώβριο έως το τέλος του έτους βάσει του προγράμματος της UNHCR για τους πιο ευάλωτους, ανακοίνωσε ο οργανισμός την Παρασκευή.

Η UNHCR και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Μετανάστευσης σε κοινή τους ανακοίνωση το Σάββατο ανέφεραν ότι το πρόγραμμα μετεγκατάστασης των ΗΠΑ είναι ζωτικής σημασίας, όμως δεν επέκριναν την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να απαγορεύσει την είσοδο στη χώρα πολιτών από επτά κυρίως μουσουλμανικές χώρες.

Ήπια κριτική από την Κίνα

Η Κίνα φάνηκε σήμερα να ασκεί ήπια κριτική για την απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ, λέγοντας ότι η μεταναστευτική πολιτική αποτελεί άσκηση κυριαρχίας, αλλά θα πρέπει να ληφθούν υπόψη «εύλογες ανησυχίες». Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών, σε ανακοίνωσή του που απέστειλε στο Reuters, ανέφερε ότι είχε καταγράψει τις αναφορές για την απόφαση της κυβέρνησης του Τραμπ.

«Η Κίνα πιστεύει ότι η προσαρμογή της μεταναστευτικής πολιτικής και της πολιτικής εισόδου και εξόδου είναι μια πράξη εντός της κυριαρχίας κάθε χώρας», ανέφερε το υπουργείο.

«Παράλληλα, τέτοιου είδους κινήσεις πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τις εύλογες ανησυχίες των εμπλεκόμενων χωρών», ανέφερε το υπουργείο σε σύντομη ανακοίνωσή του, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.

Η Κίνα διανύει την εβδομαδιαία αργία για την έλευση του Νέου Κινεζικού Έτους και οι κρατικές υπηρεσίες παραμένουν κλειστές έως την Παρασκευή. Η Κίνα προσπαθεί να διαδραματίσει ένα ισχυρότερο διπλωματικό ρόλο στη Μέση Ανατολή και έχει ιδιαίτερα στενές σχέσεις με το Ιράν και το Σουδάν, δύο από τις επτά χώρες που βρίσκονται στη λίστα απαγόρευσης εισόδου του Τραμπ.

Στην Κίνα ζουν σήμερα περίπου 20 εκατομμύρια μουσουλμάνοι, συμπεριλαμβανομένης της εθνικής ομάδας των Ουιγούρων στην περιοχή Σιντζιάνγκ, στη δυτική Κίνα, όπου η κυβέρνηση λέει ότι αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα με ισλαμιστές μαχητές.