Γεννημένος το 1961 στην επαρχία Ουτάρ Πραντές, ένας ινδός αγρότης δηλώθηκε νεκρός το 1976.
Εκείνος ήταν βέβαια ολοζώντανος και θα περνούσε τα επόμενα 18 χρόνια της ζωής του σε νομικές μάχες και θεότρελες σταυροφορίες, μόνο και μόνο για να αποδείξει πως δεν είναι ελέφαντας!
Όλα ξεκίνησαν το μοιραίο εκείνο 1976, όταν έκανε αίτηση για ένα τραπεζικό δάνειο, μόνο και μόνο για να πάρει την απάντηση ότι ήταν επισήμως νεκρός και δεν δικαιούνταν όσο να πεις οικονομικές διευκολύνσεις.
Ψάχνοντάς το, βρήκε πως η πέτρα του σκανδάλου ήταν ένας θείος του, ο οποίος είχε λαδώσει το διεφθαρμένο τοπικό Δημόσιο να κηρύξει τον ανιψιό νεκρό, ώστε να του φάει την περιουσία του. Ένα μικρό κομμάτι γης, κοντολογίς.
Ο Λαλ Μπιχάρι δεν θα το άφηνε έτσι. Ανακάλυψε μάλιστα έκπληκτος πως τουλάχιστον άλλοι 100 άνθρωποι ήταν ακριβώς στην ίδια θέση, επισήμως νεκροί για το ινδικό κράτος δηλαδή από απατεώνες συγγενείς που εποφθαλμιούσαν το βιος τους. Η ιστορία τους ήταν σαφώς πιο περίπλοκη και απόκοσμη από όσο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.
Στις ανατολικές παρυφές του κρατιδίου Ουτάρ Πραντές, εκεί που καραδοκεί ο θάνατος σε κάθε γωνιά, μπορείς να προσλάβεις έναν δολοφόνο ακόμα και με 10 δολάρια για να βγάλει από τη μέση όποιον θελήσεις. Εκεί ζουν και αγρότες που προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζην από στέρφα χωραφάκια τόσο μικρά όσο ένα γηπεδάκι μπάσκετ.
Αν συνδυαστούν μάλιστα αυτά τα δυο συστατικά, το φτηνό έγκλημα και η έλλειψη καλλιεργήσιμης γης, και προσθέσουμε και μερικές δόσεις απληστίας, τότε έχουμε έτοιμη τη συνταγή μιας δαιμόνιας απάτης. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πεταχτείς στο πλησιέστερο Κτηματολόγιο, να λαδώσεις τον υπάλληλο και να χαρακτηρίσεις νεκρό τον μικροϊδιοκτήτη, περνώντας τη γη του στο όνομά σου. Φτάνει να είσαι συγγενής.
«Είμαι εδώ, είμαι ζωντανός», κραύγαζε ο Λαλ Μπιχάρι στους εφοριακούς που ήρθαν να ελέγξουν τα χωράφι του το 1976. «Μπορεί και να είσαι», του απάντησε ο δημόσιος υπάλληλος, «αλλά σύμφωνα με τα βιβλία μου, είσαι νεκρός». Και θα έπρεπε να περάσουν 18 χρόνια για να αποκτήσει ξανά ο Μπιχάρι τόσο τη ζωή του όσο και το χωραφάκι του!
Για να αποδείξει μάλιστα ότι ήταν ζωντανός, θα έκανε όσα δεν σκέφτηκε ποτέ πως θα έκανε ο φιλήσυχος αγρότης. Πρόσθεσε το «νεκρός» στο όνομά του, προσπάθησε να συλληφθεί από την αστυνομία, κατέβηκε στον πολιτικό στίβο, ακόμα και τον γιο του θείου που του είχε αρπάξει το βιος απήγαγε! Μετά εκτόξευσε θανάσιμες απειλές κατά πάντων, έβρισε δικαστές, πέταξε υβριστικά φυλλάδια κατά των τοπικών νομοθετών και απαίτησε τελικά σύνταξη για τη χήρα σύζυγό του!
Κάθε φορά κατέληγε είτε με την αστυνομία να τον σπάει στο ξύλο είτε με την πολιτεία να τον επιπλήττει γιατί σπαταλούσε τον πολύτιμο χρόνο των λειτουργών της. Μόνος και αβοήθητος, ο Λαλ Μπιχάρι ο Νεκρός, όπως ήταν τώρα το όνομά του, αναζήτησε την παρέα κι άλλων φαντασμάτων της Ουτάρ Πραντές. Και βρήκε, προς μεγάλη του έκπληξη, πάμπολλους ακόμα ζωντανούς εκπροσώπους του Κάτω Κόσμου.
Τώρα κατέβαιναν μαζικά σε διαδηλώσεις έξω από το κοινοβούλιο για να καταστήσουν γνωστή την ιδιαίτερη κατάστασή τους, ζητώντας απλώς κάτι μικρό και εύκολο: μια εισαγγελική έρευνα στο Κτηματολόγιο της Ουτάρ Πραντές μπας και σταματήσει η απίστευτη σε έκταση και συλλογιστική απάτη.
Η «Ένωση Νεκρών Ανθρώπων» που ίδρυσε έχει πια μερικές χιλιάδες μέλη, καθώς πολλοί ήταν αυτοί που έμαθαν για την περίπτωσή του και έφτασαν στην πόρτα του ως ομοιοπαθείς. Μαγνήτης για τις πεθαμένες ψυχές της Ινδίας που αναπνέουν όμως ακόμα, όλοι τον ρωτούν αν μπορεί να τους βοηθήσει. Οι περιπτώσεις τους είναι μάλιστα σαν να έχουν βγει από καρμπόν.
Είναι ο υπερπληθυσμός του κρατιδίου και ο συνεχής κατακερματισμός της οικογενειακής γης από τις κληρονομιές των πολυμελών φαμιλιών που έχει κάνει την αγροτική ζωή ιδιαιτέρως δυσχερή. Κι έτσι πλούσιοι και φτωχοί δεν μπορούν να αντισταθούν και να μην κλέψουν το χωράφι του θείου, του ανιψιού, του αδερφού ή όποιου συγγενή φανεί ο πιο αδύναμος κρίκος της οικογενειακής αλυσίδας.
Η δωροδοκία μάλιστα των κρατικών υπαλλήλων κοστίζει μεταξύ 1-50 δολαρίων, ανάλογα με την κοινωνική θέση του «εκλιπόντος» και το μέγεθος του χωραφιού. «Είναι έξυπνη απάτη», παραδέχεται ο Λαλ Μπιχάρι, «δεν λερώνεις τα χέρια σου κάνοντας φόνο, κι όμως ο στόχος είναι στην ουσία νεκρός».
Ο Μπιχάρι ήταν για χρόνια χαμένος στον λαβύρινθο της ινδικής γραφειοκρατίας. Ταυτοχρόνως, έβλεπε τα μέλη της ένωσής του να είναι σχεδόν ευγνώμονες που ήταν νεκροί στα χαρτιά παρά στην πραγματικότητα, κι έτσι πάλευε μόνος του μέσα σε ξυλοδαρμούς από συγγενείς και αστυνομία και απειλές για τον αληθινό θάνατό του.
Το δεξί του χέρι μάλιστα στην «Ένωση Νεκρών Ανθρώπων» για χρόνια, ένας 75άρης άντρας που δεν φοβόταν καθόλου να παλέψει για το δίκιο του, είχε μια ακόμα καλύτερη ιστορία να διηγηθεί. Προδομένος από τα τέσσερα ανίψια του, ήταν δηλωμένος νεκρός από το 1977. Κάποια στιγμή πήρε μια καραμπίνα και τους ανάγκασε να υπογράψουν μια υπεύθυνη δήλωση όπου παραδέχονταν την απάτη τους και παραιτούνταν από κάθε κληρονομική αξίωση στο κτηματάκι του.
Είχε δικαιωθεί, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Η γραπτή ομολογία κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο και την τοπική εισαγγελία και φυσικά χάθηκε στα γρανάζια του διεφθαρμένου κρατικού μηχανισμού.
Το οξύ κοινωνικό πρόβλημα της Ουτάρ Πραντές περνά μάλιστα στο περιθώριο των επίσημων αρχών αλλά και των ανθρώπων με κύρος και επιρροή. Ούτε ένας δεν έχει ασχοληθεί με τους ζωντανούς νεκρούς της Ινδίας και ο μόνος σταυροφόρος είναι εδώ ο Λαλ Μπιχάρι. Ο επίλογος μάλιστα της ιστορίας του είναι το κερασάκι στην τούρτα του αγώνα του.
Όταν το δικαστήριο αποφάνθηκε το 1994, με μικρή καθυστέρηση 18 ετών, πως ήταν τελικά ζωντανός και του έδωσε πίσω το χωραφάκι του, εκείνος το χάρισε στον ίδιο θείο που του το είχε κλέψει! «Ντράπηκε τόσο που ικέτευε για τη συγχώρεσή μου», είπε ο Μπιχάρι για το ένδοξο τέλος της οδύσσειάς του.
Δεν δείχνουν όλοι βέβαια την ίδια μεγαλοψυχία. Πολλά θύματα είναι μάλιστα άκληρες χήρες και δεν έχουν κανένα αποκούμπι στη ζωή. Οι υποθέσεις όλων τους κάνουν ακόμα και 25 χρόνια να εκδικαστούν, καθώς χωρίς λεφτά, δύναμη και τεχνογνωσία, είναι στο έλεος των επιτήδειων.
Παρά τα 20.000 μέλη που έχει σήμερα η «Ένωση Νεκρών Ανθρώπων» και τις τόσες μάχες που έχει δώσει ο Λαλ Μπιχάρι, έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να ξαναδώσει πίσω τη ζωή σε τέσσερις μόλις ανθρώπους…