«Τι θα απογίνουμε; Πώς θα συνταξιοδοτηθούμε; Τι θα γίνει με τα παιδιά μας;» Οι Βρετανοί που ζουν και εργάζονται σε χώρες της ΕΕ και οι Ευρωπαίοι μόνιμοι κάτοικοι στη Βρετανία έθεσαν τα ερωτήματα και τις αγωνίες τους σήμερα το βρετανικό κοινοβούλιο, ζητώντας από το Λονδίνο να τους δώσει σαφείς απαντήσεις.
Έξι μήνες μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, παραμένει αδιευκρίνιστο τι θα γίνει με τα 3 εκατομμύρια των Ευρωπαίων πολιτών που κατοικούν στο Ηνωμένο Βασίλειο και με τα 1,2-2 εκατομμύρια Βρετανούς που εργάζονται σε κάποια από τις άλλες 27 χώρες της ΕΕ. Θα μπορέσουν να συνεχίσουν να ζουν, να εργάζονται, να λαμβάνουν σύνταξη στο εξωτερικό; Θα χρειαστούν βίζα, άδεια εργασίας, άδεια παραμονής; Ή απλώς θα πρέπει να τα μαζέψουν και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους;
Σήμερα, η κοινοβουλευτική επιτροπή για το Brexit άκουσε οκτώ ανθρώπους –τέσσερις Ευρωπαίους κατοίκους Βρετανίας και τέσσερις Βρετανούς που κατοικούν στο εξωτερικό– να εκφράζουν την αγωνία του για την κατάσταση που βιώνουν.
«Οι άνθρωποι ανησυχούν. Υπάρχει ανασφάλεια, απειλούνται με απέλαση, έχουν την αίσθηση του εξοστρακισμού: ορισμένοι αρρώστησαν από το στρες» είπε η Μπάρμπαρα Ντρόζντοβιτς, από την Πολωνία, που διευθύνει ένα κέντρο βοήθειας για τους Ανατολικοευρωπαίους.
«Φοβόμαστε ότι θα χάσουμε την ευρωπαϊκή υπηκοότητά μας, τα ασφαλιστικά δικαίωματά μας, τη σύνταξή μας», τόνισε από την πλευρά του ο Βρετανός Κρίστοφερ Τσάντρι που ζει μόνιμα στη Γαλλία από το 1973.
Οι Ευρωπαίοι μετανάστες στη Βρετανία επέμειναν κυρίως στην αγωνία τους για τον «γραφειοκρατικό εφιάλτη» που θα ζήσουν προκειμένου να αποκτήσουν άδεια παραμονής. Η Γαλλίδα Αν-Λορ Ντονσκουά, που εργάζεται στο πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, παρουσίασε μια στοίβα από χαρτιά: έναν τεράστιο φάκελο 85 εγγράφων που πρέπει να συμπληρωθούν. Συχνά, οι ερωτήσεις που καλούνται να απαντήσουν είναι γελοίες: «Μήπως ήσασταν τρομοκράτης;» Και απαιτούνται ένα σωρό αποδείξεις, συστατικές επιστολές, λογαριασμοί ή αεροπορικά εισιτήρια που αποθαρρύνουν τους ανθρώπους.
Αν τα 3 εκατομμύρια των Ευρωπαίων που είναι εγκατεστημένοι στη Βρετανία υπέβαλαν όλοι τους αυτό το αίτημα θα χρειάζονταν 149 χρόνια για να εξεταστούν όλοι οι φάκελοι, ισχυρίστηκε η Ντονσκουά.
Η Γαλλίδα εξέφρασε επίσης τη λύπη της γιατί «δεν αναγνωρίζει πλέον» την ανοιχτή κοινωνία στην οποία επέλεξε να ζήσει πριν από 30 χρόνια. «Η υποδοχή είναι πιο ψυχρή, πιο απόμακρη», επιβεβαίωσε και η Ντρόζντοβιτς, αναφερόμενη στις προσβολές και τις ξενοφοβικές επιθέσεις που καταγράφηκαν μετά το δημοψήφισμα.
Ο Τσάντρι επισήμανε ότι οι Βρετανοί που ζουν στην Ευρώπη δεν αντιμετώπισαν τέτοια συμπεριφορά. Όμως έχουν τις ίδιες αγωνίες, κυρίως ότι θα τους απελάσουν από τη χώρα όπου ζουν και εργάζονται και θα βρεθούν σε έναν καφκικό εφιάλτη. «Αν εγώ πρέπει να γυρίσω πίσω, τι θα γίνουν η γυναίκα μου και ο γιος μου που είναι Ιταλοί;» ρώτησε ο Γκάρεθ Χόρσφαλ, οικονομικός σύμβουλος στη Ρώμη.
Οι Βρετανοί εκπατρισμένοι ανησυχούν περισσότερο για τις συντάξεις και την ασφάλισή τους και αναρωτιούνται αν θα μπορούν να κάνουν ιδιωτική ασφάλεια στην περίπτωση που τους στερήσουν την δωρεάν ιατροφαρμακευτική κάλυψη. «Απειλείται το προσδόκιμο ζωής τους», εξήγησε η Σου Γουίλσον.
«Ενδεχομένως, εκατοντάδες χιλιάδες Βρετανοί να πρέπει να επιστρέψουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Συχνά πρόκειται για ηλικιωμένους ανθρώπους. Αυτό θα ασκήσει ακόμη περισσότερη πίεση στο NHS» (το βρετανικό εθνικό σύστημα υγείας), επέμεινε ο Τσάντρι.
Όλοι τους πάντως ζήτησαν να αναλάβει πρωτοβουλία το Ηνωμένο Βασίλειο και να εγγυηθεί πρώτο τα δικαιώματα των Ευρωπαίων, κάτι που έχει αρνηθεί να κάνει προς το παρόν η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, όσο δεν έχει τη διαβεβαίωση των Βρυξελλών ότι θα πράξουν το ίδιο και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες για τους Βρετανούς πολίτες. «Θα ήταν μια χειρονομία καλής θέλησης για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις», είπε ο Τσάντρι. «Δεν καταλαβαίνω γιατί οι 27 δεν θα έδιναν τις ίδιες εγγυήσεις» για τους Βρετανούς που ζουν στην Ευρώπη, είπε η Σου Γουίλσον, καταλήγοντας: «Πρέπει να ρυθμίσουμε γρήγορα το θέμα. Γιατί από τις 24 Ιουνίου υποφέρουμε».