Με την ορκωμοσία, στις 26 Ιανουαρίου, του 72χρονου οικολόγου, πρώην καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βιέννης και πρώην αρχηγού επί 11 χρόνια του κόμματος των Πράσινων Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν σε νέο ομοσπονδιακό πρόεδρο της Αυστρίας, θα κλείσει ο κύκλος των πλέον παράδοξων εκλογών που έχουν διεξαχθεί στην χώρα μετά το 1945.
Και αυτό, διότι απαιτήθηκε αφενός ο μεγαλύτερος σε διάρκεια στην ιστορία προεκλογικός αγώνας, σχεδόν δώδεκα μηνών, που η Ακροδεξιά, χρησιμοποιώντας κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο, προσπάθησε να μετατρέψει σε άγρια αρένα, και αφετέρου συνολικά τρεις γύροι εκλογικής αναμέτρησης, όπως και μία αναβολή της, μέχρις ότου η χώρα αποκτήσει τελικά νέο πρόεδρο, με τη νίκη του Βαν ντερ Μπέλεν επί του ακροδεξιού υποψήφιου στον επαναληπτικό γύρο της 4ης Δεκεμβρίου.
Σύμφωνα με όσα μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, αυτόν τον προεκλογικό αγώνα, ειδικότερα στην πρώτη φάση του, από τον Ιανουάριο μέχρι τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στις 24 Απριλίου, σημάδεψε ούτε λίγο ούτε πολύ η συζήτηση για τα 30 χρόνια που συμπληρώθηκαν εφέτος από την εκλογή στο ύπατο αξίωμα της Αυστρίας, τον Ιούνιο του 1986, του αμφιλεγόμενου εξαιτίας του πιθανολογούμενου ναζιστικού παρελθόντος του Κουρτ Βάλντχαιμ, που είχε προκαλέσει τότε διεθνή σάλο και μία εν μέρει διεθνή απομόνωση της χώρας.
Στο πλαίσιο της φετινής προεκλογικής συζήτησης ως προς τη λεγόμενη «υπόθεση Βάλντχαιμ», ο υποψήφιος του συγκυβερνώντος — με τους Σοσιαλδημοκράτες — συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος Αντρέας Κολ παρέμεινε στη θέση του κόμματος πως ο Κουρτ Βάλντχαϊμ — ο οποίος ως υποψήφιος του Λαϊκού Κόμματος είχε εκλεγεί πρόεδρος της Αυστρίας – «ήταν ένας έντιμος άνδρας, αλλά υπήρξε θύμα μηχανορραφίας που ξεκίνησε από την Αυστρία».
Ταυτόχρονα ο Αντρέας Κολ — ο οποίος θεωρείται ο αρχιτέκτονας του σχηματισμού τον Φεβρουάριο του 2000 της κυβέρνησης συνασπισμού του Λαϊκού Κόμματος του καγκελάριου Βόλφγκανγκ Σιούσελ με το ακροδεξιό εθνικιστικό Κόμμα των Ελευθέρων του διαβόητου Γεργκ Χάιντερ — επαναλάμβανε την πάγια θέση του κόμματός του πως «η Αυστρία υπήρξε ένα θύμα του εθνικοσοσιαλισμού», παραδεχόμενος ωστόσο πως «πολλοί Αυστριακοί ήταν όμως και θύτες».
Παρά το γεγονός ότι η ειδική «Επιτροπή ιστορικών», που εξέτασε το παρελθόν του, είχε αποφανθεί το 1987 ότι ο Κουρτ Βάλντχαιμ «συμμετείχε επανειλημμένα σε παράνομες δραστηριότητες» (σ.σ.: της ναζιστικής Βέρμαχτ), τόσο ο Αντρέας Κολ όσο και το Λαϊκό Κόμμα του δεν διακρίνουν καμία «ενοχή» του αποβιώσαντα τον Ιούνιο του 2007 πρώην προέδρου της Αυστρίας και πρώην Γ.Γ. του ΟΗΕ.
Από την πλευρά τους οι Σοσιαλδημοκράτες, των οποίων ο τότε υποψήφιος είχε ηττηθεί από τον Κουρτ Βάλντχαϊμ στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών τον Ιούνιο του 1986, κατηγόρησαν τον Αντρέας Κολ και το Λαϊκό Κόμμα πως η αντίληψή τους για την αυστριακή ιστορία έχει παραμείνει στα στερεότυπα της δεκαετίας του 1950 και του 1960 και θα πρέπει επιτέλους να ασχοληθούν με τη συνενοχή της Αυστρίας στα εγκλήματα του ναζισμού.
Ο πρώην πρόεδρος της Αυστρίας και πρώην Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Κουρτ Βάλντχαϊμ απεβίωσε στις 14 Ιουνίου 2007, ακριβώς 21 χρόνια μετά τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές και την ανάδειξή του στο ύπατο αξίωμα της χώρας του τον Ιούνιο του 1986.
Εκείνη η εκλογή του Κουρτ Βάλντχαϊμ στο προεδρικό αξίωμα, αλλά και ο προεκλογικός αγώνας που είχε προηγηθεί, είχαν σημαδευτεί από ένα κλίμα διεθνούς κατακραυγής για τις αποκαλύψεις γύρω από το πιθανολογούμενο ναζιστικό παρελθόν του και τη συμμετοχή του στη ναζιστική Βέρμαχτ — όταν φέρεται μάλιστα να είχε βρεθεί το 1942 να υπηρετεί στην Ελλάδα και στο γενικό επιτελείο της 12 ης Στρατιάς στο Αρσακλί του Χορτιάτη στη Θεσσαλονίκη – αλλά και στις μετέπειτα προσπάθειες από μέρους του για απόκρυψη του παρελθόντος του.
Ο σχετικός σάλος καταγράφηκε ως «Υπόθεση Βάλντχαϊμ» και οδήγησε την αμερικανική κυβέρνηση, τον Απρίλιο του 1987, στην απόφαση να καταχωρίσει το όνομά του στον κατάλογο των ανεπιθύμητων προσώπων στις ΗΠΑ.
Ταυτόχρονα όμως, η εκλογή εκείνη του Κουρτ Βάλντχαϊμ στο ύπατο αξίωμα της χώρας υπήρξε αφορμή και έναυσμα για να ξεκινήσει για πρώτη φορά στην Αυστρία μια έντονη ενασχόληση με τη διαχείριση του παρελθόντος και την αναζήτηση του ρόλου μερίδας του πληθυσμού της στη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια ενασχόληση που οδήγησε τελικά στην εγκατάλειψη της θεωρίας του ρόλου μόνον του «θύματος» για την Αυστρία και τη συνειδητοποίηση και του ρόλου του «θύτη» για μερίδα του πληθυσμού της, κάτι που είχε παραδεχθεί, σε βαθιά πλέον γεράματα, σε συνέντευξή του και ο ίδιος ο Κουρτ Βάλντχαϊμ, έναν χρόνο πριν από το θάνατό του.
Αυτή η παραδοχή από μέρους του εμπεριέχεται και σε ένα είδος «πολιτικής διαθήκης» που έγραψε ο Κουρτ Βάλντχαϊμ λίγο πριν από τον θάνατό του – την «Τελευταία λέξη» όπως την αποκαλεί – και στην οποία εκφράζει «βαθιά λύπη» για τον τρόπο με τον οποίο πήρε θέση πάνω στα ναζιστικά εγκλήματα, δηλαδή υπερβολικά αργά και όχι με εξαντλητικό και μη επιδεχόμενο παρερμηνειών τρόπο.