Δέκα μέρες μετά την πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στο κέντρο του Βερολίνου πολλά ερωτήματα παραμένουν ανοικτά, αφού ούτε η ανακοίνωση της γερμανικής εισαγγελίας φώτισε την υπόθεση.
Όπως δήλωσε η εκπρόσωπος Τύπου της Εισαγγελίας, τελικά δεν εκδόθηκε ένταλμα συλλήψεως κατά του υπόπτου για συνέργεια 40χρονου Τυνήσιου, επειδή είχε βρεθεί ο αριθμός τηλεφώνου του στο κινητό του Άνις Άμρι. Ο φερόμενος ως συνεργός αφέθηκε ελεύθερος, δεδομένου ότι δεν προέκυψαν ενοχοποιητικά στοιχεία μετά τις σχετικές έρευνες στην κατοικία του στο Βερολίνο. Σημειώνεται ότι η εκπρόσωπος Τύπου της ομοσπονδιακής Εισαγγελίας δεν δέχτηκε ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι προστίθεται ένα ακόμα λάθος στην σωρεία των λαθών και παραλείψεων των γερμανικών αρχών.
Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι οι έρευνες για τον δράστη της αιματηρής επίθεσης στην χριστουγεννιάτικη αγορά του Βερολίνου είχαν διακοπεί την περασμένη άνοιξη, αν και από την παρακολούθησή του είχε προκύψει ότι έψαχνε όπλα και είχε σχεδιάσει ληστείες για την εξεύρεση χρημάτων για την αγορά τους. Συγκεκριμένα ο Άμριείχε ζητήσει ήδη το 2015 από κάποιον πληροφοριοδότη των μυστικών υπηρεσιών, κάτι το οποίο φυσικά δεν γνώριζε, βοήθεια για την προμήθεια όπλου. Ούτε όμως αυτή η πληροφορία είχε κινητοποιήσει τις αρχές. Φαίνεται πως παρασύρθηκαν από άλλες πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες δεν ήταν φανατικός μουσουλμάνος, αφού δεν πήγαινε συστηματικά σε τζαμί και δεν νήστευσε στο ραμαζάνι, ενώ έπαιρνε ο ίδιος αλλά και πουλούσε κοκαΐνη.
Επίσης ήταν γνωστό στις αρχές ότι ο Άμρι, σύμφωνα με το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, όχι μόνο πηγαινοερχόταν ελεύθερος μεταξύ διαφόρων πόλεων της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και του Βερολίνου, αλλά κατέθετε και αιτήματα για κοινωνική βοήθεια, τα οποία εγκρίνονταν, συναντούσε ακραίους ισλαμιστές και είχε επαφές ακόμα και με το Ισλαμικό Κράτος. Εντούτοις οι αρχές ολιγώρησαν και η ίδια η Εισαγγελία μάλιστα δεν θεώρησε ότι συντρέχει λόγος συνέχισης της παρακολούθησής του και ούτε φυσικά σύλληψής του. Εκείνο το οποίο προκύπτει είναι μια εικόνα σύγχυσης, έλλειψης συννενόησης και συντονισμού μεταξύ των διαφόρων εμπλεκομένων τοπικών, αλλά και των ομοσπονδιακών αρχών. Εάν η Αστυνομία είχε ενεργήσει προληπτικά και με την ίδια ταχύτητα όπως στην περίπτωση του Τυνήσιου που τελικά αφέθηκε ελεύθερος, η επίθεση δεν θα είχε γίνει.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της γερμανικής Εισαγγελίας πάντως έχει διαπιστωθεί πλέον ότι το όπλο με το οποίο πυροβόλησε ο Άμρι στο Μιλάνο είναι το ίδιο με εκείνο με το οποίο δολοφονήθηκε ο Πολωνός οδηγός του φορτηγού, αλλά το χρονικό σημείο θα προκύψει από τα αποτελέσματα της νεκροψίας, στα οποία και παρέπεμψε η εκπρόσωπος Τύπου. Από τις έρευνες διαπιστώθηκε επίσης ότι το φορτηγό σταμάτησε χάρη στο σύστημα αυτόματου φρεναρίσματος και έτσι δεν προκλήθηκαν περισσότεροι θάνατοι στην πλατεία Μπράιτσάιντ.
Ο υπουργός Εσωτερικών της πόλης-κρατιδίου του Βερολίνου Αντρέας Γκάιζελ δεν πρόκειται πάντως να κάνει κανέναν σοφότερο για την πορεία των ερευνών, αλλά και τον τρόπο αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, αφού δεν προτίθεται να δώσει συνέντευξη Τύπου πριν συνεδριάσει στις 9 Ιανουαρίου η Γερουσία, δηλαδή η κυβέρνηση του κρατιδίου του Βερολίνου. Και τούτο διότι ο συνασπισμός σοσιαλδημοκρατών, Αριστεράς και Πρασίνων δεν έχει κοινές θέσεις για το τι μέλλει γενέσθαι μετά την επίθεση. Ο σοσιαλδημοκράτης Δήμαρχος και κυβερνήτης του Βερολίνου Μίχαελ Μίλερ τάχθηκε ήδη ανοικτά υπέρ της παρακολούθησης κεντρικών σημείων της γερμανικής πρωτεύουσας με κάμερες, κάτι το οποίο όμως απορρίπτουν οι Πράσινοι και η Αριστερά.
Έτσι, εκτός από τα αλλεπάλληλα λάθη -και όπως διαπιστώνεται τον ερασιτεχνισμό- των αρχών, προστίθεται και η πολιτική διάσταση του θέματος, το οποίο βέβαια δεν περιορίζεται μόνο στην πρωτεύουσα, αλλά έχει ήδη γίνει πρόβλημα και σε ομοσπονδιακό επίπεδο και αναμένεται να απασχολήσει μετά τις γιορτές την γερμανική πολιτική σκηνή, ενώ είναι πολύ πιθανό το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα να κυριαρχήσει και στην προεκλογική περίοδο.