Τα απαρηγόρητα κλάματα μία νέας χήρας, οι σπαρακτικές φωνές ενός καινούριου ορφανού παιδιού, το κενό βλέμμα όσων είναι κοντά, οι σειρήνες των αστυνομικών οχημάτων, υποδηλώνουν ότι υπάρχει άλλο ένα θύμα στον πόλεμο που έχει κηρύξει ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε απέναντι στα ναρκωκυκλώματα.
Δεν υπάρχει καμία εξαίρεση, ναρκέμποροι, χρήστες, γνώστες, συγγενείς και φίλοι που δεν μιλούν, αυτόπτες μάρτυρες, είναι όλοι υποψήφιοι στόχοι της αστυνομίας ή των «εκδικητών» που κυκλοφορούν στη πόλη της Μανίλας θερίζοντας τα πάντα στο πέρασμα τους.
Πλέον τα βίντεο και οι φωτογραφίες που μεταδίδουν τις πολύ σκληρές εικόνες δολοφονιών από τάγματα εφόδου, κρανοφόρων πάνω σε μηχανές, κάνουν το γύρο του διαδικτύου και ο πρόεδρος Ντουτέρτε δεν δείχνει να έχει κανέναν ενδοιασμό όσον αφορά την χρησιμότητα ή την συνέχιση αυτού του ξεκληρίσματος του ίδιου του λαού του.
Ακόμα πάντως και αν υποθέσουμε πως το πρόβλημα των ναρκωτικών, της χρήσης και της εμπορίας (προφανώς είναι διαφορετικής τάξης ζητήματα), είναι από τα πλέον σοβαρά που μπορούν να απασχολήσουν έναν κρατικό μηχανισμό, σίγουρα δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε πως πάνω από τα μισά θύματα, από το καλοκαίρι του 2016, δεν έχουν ακόμα «δικαιωθεί». Οι δολοφόνοι τους είναι «αγνώστου πατρός» αλλά όπως υπαινίσσονται δημοσιογράφοι και μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων έχουν έναν εντολέα, τον «μηχανόβιο» Ροντρίγκο Ντουτέρτε.
«Στο Νταβάο το έκανα ο ίδιος, απλώς για να δείξω στα παιδιά της αστυνομίας ότι αν μπορώ να το κάνω εγώ, τότε γιατί να μην το κάνουν κι εκείνοι; Πήγαινα στην πόλη με μια μοτοσικλέτα και έκανα περιπολία στους δρόμους αναζητώντας προβλήματα. Επιζητούσα πραγματικά την αντιπαράθεση για να μπορέσω να σκοτώσω κάποιον». Αυτά είναι τα λόγια του ίδιου του προέδρου την Δευτέρα, 12 Δεκεμβρίου, ενώπιον επιχειρηματιών στους οποίους παρουσίασε την εκστρατεία του κατά των ναρκωτικών. Εικάζεται πως με αυτές τις πρακτικές είχαν εξοντωθεί 1.000 άτομα στην περιοχή του Νταβάο όσο καιρό διετέλεσε δήμαρχος ο Ντουτέρτε.
«Οι οργανώσεις προάσπισης λένε ότι σκοτώνω. Τους απαντώ “εντάξει, σταματώ”, οι ναρκομανείς θα αυξηθούν. Όταν έρθει ξανά ο καιρός να τους πολεμήσουμε, θα υπάρχουν πολλοί περισσότεροι ναρκομανείς για να σκοτώσουμε. Και θα σας συμπεριλάβω σε αυτούς, διότι εσείς τους επιτρέψατε να πολλαπλασιαστούν». Αυτή ήταν η ψύχραιμη δήλωσή του απέναντι στις οργανώσεις ανθρωπιστικών δικαιωμάτων που τον αντιμάχονται
Οι στατιστικές
Τον Αύγουστο του 2015 ο πληθυσμός των Φιλιππίνων ανερχόταν σε 100.981.437. Αυτός ο πληθυσμός εκτείνεται σε μία έκταση 300.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Το ονομαστικό Α.Ε.Π. κατά κεφαλή για κάθε Φιλιππινέζο ανέρχεται στα 1.721 δολάρια.
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον δημογραφικό στοιχείο είναι πως το 54% του πληθυσμού είναι κάτω των 25 ετών.
Από τα παραπάνω, ενδεικτικά, στοιχεία μπορούμε να καταλάβουμε γιατί οι Φιλιππίνες έχουν ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά μετανάστευσης στον πλανήτη και γιατί στρέφονται στο «εύκολο» όπως είναι η εμπορία ναρκωτικών
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των αρχών οι αστυνομικοί έχουν σκοτώσει 2.057 ανθρώπους «υπερασπιζόμενοι τον εαυτό τους σε επιχειρήσεις εξόντωσης κυκλωμάτων διακίνησης ναρκωτικών» όπως ισχυρίζεται ο πρόεδρος από τη μέρα που ανέλαβε χρέη, την 1η Ιουλίου 2016. Επιπλέον, διερευνώνται πάνω από 3.500 «ύποπτοι θάνατοι».
Στις επιχειρήσεις με το κωδικό όνομα «Τοκχάνγκ» έχουν συλληφθεί περισσότεροι από 35.600 άνθρωποι. Πάνω από 3.57 εκατομμύρια έλεγχοι, «πόρτα πόρτα», έχουν διεξαχθεί ενώ περισσότεροι από 727.600 χρήστες και 56.500 έμποροι έχουν παραδοθεί στις αρχές. Η φυλακή της Κουεζόν Σίτι έχει γεμίσει σε τέτοιο βαθμό που οι τρόφιμοι κοιμούνται ακόμα και στο γήπεδο μπάσκετ.
Μέσα από τον φακό και το βλέμμα των δημοσιογράφων
Ο φωτορεπόρτερ των New York Times, Ντάνιελ Μπερεχουλάκ σε 35 ημέρες που έμεινε στη Μανίλα φωτογράφισε 57 δολοφονίες, όλες ή από την αστυνομία ή από περιπλανώμενους πιστολέρο. «Είδα σκηνές φόνων παντού, στο πεζοδρόμιο, στις ράγες του τρένου, μπροστά από σχολεία, πάνω στα κρεβάτια την ώρα που κοιμόντουσαν, στους καναπέδες των σαλονιών τους. Παντού». Και συνέχισε «Βρήκα τον Μίκαελ Αράγια μπροστά σε ένα κιόσκι την ώρα που πήγε να πάρει τσιγάρα για εκείνον και ένα ποτό για την γυναίκα του. Τον είχαν σκοτώσει δύο άνδρες πάνω σε μια μηχανή».
Άλλοι είχαν δολοφονηθεί και αφεθεί επιδεικτικά στα σοκάκια μπροστά στα σπίτια τους για παραδειγματισμό των υπολοίπων. Πινακίδες πάνω στα πτώματα τους αναγράφουν αν ο νεκρός ήταν χρήστης ή ντίλερ. Κανονική, μετά θάνατον, διαπόμπευση.
Στις καλές συνοικίες των πόλεων η αστυνομία χτυπάει ευγενικά την πόρτα και ρωτά αν οι ένοικοι κάνουν χρήση ναρκωτικών και προειδοποιεί για τους κινδύνους που εγκυμονεί η χρήση των ουσιών. Στις πιο υποβαθμισμένες συνοικίες οι αστυνομικοί αρπάζουν μικρά παιδιά και νεαρούς από τον δρόμο, τους ανακρίνουν και το αν θα τους συλλάβουν ή αν θα τους σκοτώσουν κρέμεται από μία κλωστή.
«Μας σφαγιάζουν σαν ζώα»
Τα αυτοκίνητα περνούν από σκηνές φόνων ή από συνοικίες που υπήρχαν πληροφορίες ότι γίνεται διακίνηση και χρήση. Οι κοντινοί άνθρωποι των νεκρών παρουσιάζουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα από αυτή που βγαίνει από επίσημα χείλη όσον αφορά τις συνεχιζόμενες σφαγές.
Ο Νέλι Ντίαζ ήταν 51 ετών και χρήστης. Είχε παραδοθεί στις αρχές καθώς δεν επιθυμούσε να έχει την τύχη τόσων και τόσων άλλων συμπολιτών του. Δούλευε σε διάφορες δουλειές και είχε επιστρέψει στο σπίτι του καθώς δεν μπορούσε να μείνει μακριά από τα παιδιά του παρόλο που η σύζυγος του τον είχε προειδοποιήσει πως δεν ήταν ασφαλής.