Ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν, που είναι γνωστός για τη σκληρή του στάση απέναντι στους πρόσφυγες και έχει ανεγείρει φράχτη προκειμένου να μην τους επιτρέψει την είσοδο, έχει ανοίξει σιωπηλά την πόρτα της Ουγγαρίας στους αλλοδαπούς που είναι αρκετά πλούσιοι ώστε να μπορούν να πληρώσουν για να ζήσουν στη χώρα.
Ένα πρόγραμμα «εγγύησης παραμονής», το οποίο ξεκίνησε το 2013, έχει προσελκύσει χιλιάδες κυρίως πλούσιους Κινέζους που επιθυμούν να χαρούν την καθαρότερη ατμόσφαιρα, να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες για μόρφωση, αλλά και τον πιο ήρεμο τρόπο ζωής που προσφέρει η Ευρώπη και, αντίθετα με τους πρόσφυγες που φεύγουν από τη Μέση Ανατολή, αυτοί οι μετανάστες αισθάνονται ευπρόσδεκτοι.
«Είναι ένα επιτυχημένο πρόγραμμα διότι φέρνει χρήματα στη χώρα, ενώ ούτε ένα σεντ δεν φεύγει», δήλωσε ο Ορμπάν στο κοινοβούλιο τη Δευτέρα, απαντώντας σε ερώτηση της αντιπολίτευσης.
Ο Γιαν Ντινγκ, που έφτασε στη Βουδαπέστη με τη σύζυγό του και την κόρη τους τον Απρίλιο του 2015, δεν διαφέρει πολύ από τους σχεδόν 10.000 Κινέζους που έχουν εγκατασταθεί στην Ουγγαρία χάρη στο πρόγραμμα αυτό.
Αφού πούλησε το ακίνητο που κληρονόμησε από τους γονείς του, ο Ντινγκ αγόρασε ένα ομόλογο αξίας 300.000 ευρώ που επιτρέπει σε αυτόν και την οικογένειά του να ζήσουν στην Ουγγαρία για πέντε χρόνια.
«Δεν ήρθα για εμένα, αλλά μόνο για τη μόρφωση της κόρης μου, για το μέλλον της», εξήγησε.
Όσοι επιθυμούν να εκμεταλλευτούν το πρόγραμμα αυτό και να αποκτήσουν άδεια παραμονής στην Ουγγαρία, θα πρέπει να πληρώσουν το ποσό του ομολόγου, αλλά και 50.000 ευρώ στην υπηρεσία που θα εξετάσει την αίτηση τους. Μετά από πέντε χρόνια όμως μπορούν να πάρουν πίσω τα 300.000 ευρώ του ομολόγου τους και έχουν τη δυνατότητα να παραμείνουν στη χώρα.
Ο Ντινγκ απορρίπτει οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ των Κινέζων μεταναστών με τους πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή. «Οι Κινέζοι μετανάστες βρίσκονται σε εντελώς διαφορετική θέση», εξηγεί. «Έχουν καταθέσεις στην Κίνα, ιδιοκτησία και άρα έχουν απαιτήσεις».