Το δέσιμο των γυναικείων ποδιών στην Κίνα, ήταν μια από τις πιο σημαντικές παραδόσεις μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Η βασανιστική και επίπονη διαδικασία είχε σκοπό να προσελκύσει μνηστήρες αλλά και να αναδείξει το κοινωνικό και οικονομικό status κάθε οικογένειας, καθώς οι γυναίκες από πλούσιες οικογένειες «δεν χρειάζονταν τα δάχτυλα των ποδιών τους» αφού δεν εργάζονταν στα χωράφια. Ήταν δηλαδή ένα σύμβολο αριστοκρατικής καταγωγής, όμως σταδιακά υιοθετήθηκε ως σύμβολο της ομορφιάς στον κινεζικό πολιτισμό και απαραίτητο προσόν της γυναίκας-πρότυπο που θα ήταν μία ζωή υποτελής στον σύζυγό-αφέντη της.
Η προέλευση του εθίμου
Η προέλευση του εθίμου αλλά και η ονομασία του εικάζεται ότι προέρχεται από τα χρόνια του αυτοκράτορα Xiao Baojuan. Παρακολουθώντας τον χορό της αγαπημένης του εταίρας σε ένα δάπεδο διακοσμημένο με λωτούς και θαυμάζοντας τα γυμνά και κομψά της πόδια, είπε ότι φαίνεται σαν οι λωτοί να ανθίζουν μέσα από τα βήματα της.
Σύμφωνα με την παράδοση η πρακτική αυτή πρέπει να ξεκίνησε την εποχή του αυτοκράτορα Λι Γιου. Εκείνος ζήτησε από μια εταίρα του αφού δέσει τα πόδια της σε λευκό μετάξι, να χορέψει στις μύτες των ποδιών της ένα χορό που θύμιζε πολύ μπαλέτο. Η χάρη και η κομψότητά της τον ενθουσίασαν με αποτέλεσμα πολλές γυναίκες της ελίτ να αντιγράψουν την πρακτική της για να πιάσουν… την καλή. Σταδιακά οι γυναίκες άρχισαν να δένουν ακόμα και τα δάχτυλα των ποδιών τους τα οποία στη συνέχεια παραμορφώνονταν.
Αυτή η παραμόρφωση θεωρήθηκε σύμβολο ομορφιάς και πλούτου και κατέληξε να είναι απαραίτητο προσόν για την εύρεση άντρα. Κανένας πλούσιος δεν θα έπαιρνε μια γυναίκα αν τα πόδια της δεν ήταν δεμένα. Κατά συνέπεια όποια φτωχή ήθελε να έχει μια καλύτερη τύχη δεν είχε επιλογή, έπρεπε να κάνει ακριβώς το ίδιο. Και κάπως έτσι η πρακτική πέρασε και στις κατώτερες τάξεις με την ελπίδα ότι θα προσφέρει την ευκαιρία στις φτωχές γυναίκες να εξασφαλίσουν πλούσιο σύζυγο και μια καλύτερη ζωή.
Έτσι ως τον 19ο αιώνα 40-50% των φτωχών γυναικών στην Κίνα, έδεναν τα πόδια για να αποκτήσουν τα λεγόμενα «πόδια του λωτού» με το ποσοστό στην ανώτερη τάξη να αγγίζει το 100%. Υπήρχε όμως μια βασική διαφορά που εξηγεί και την μεγάλη απόκλιση του ποσοστού. Στις φτωχές επαρχίες μόνο η πρώτη κόρη ανατρεφόταν ως κυρία ενώ οι επόμενες θα μεγάλωναν για να γίνουν οι υπηρέτριες της μεγάλης τους αδελφής και για να δουλεύουν στα χωράφια.
Αν πάλι δεν πετύχαιναν καλό γάμο, ακόμα και οι γυναίκες με «τα πόδια του λωτού» θα έπρεπε να βγουν στα χωράφια και να δουλέψουν παρά τη μεγάλη δυσκολία που είχαν στην κίνηση.
Η μαρτυρική διαδικασία
Η διαδικασία πραγματοποιούταν κυρίως μεταξύ 4 και 9 ετών, ώστε να μην έχει αναπτυχθεί πλήρως η καμάρα του ποδιού. Για να γίνει πιο εύκολο το δέσιμο μούλιαζαν τα πόδια σε ένα ζεστό μείγμα με βότανα και αίμα ζώων. Υστέρα, έκοβαν τα νύχια όσο το δυνατόν περισσότερο για να εμποδίσουν την ανάπτυξή τους και να αποφύγουν τις μολύνσεις. Στη συνέχεια πίεζαν με μεγάλη δύναμη τα δάκτυλα σφιχτά μέσα στο πέλμα του ποδιού μέχρι να σπάσουν και να κουλουριαστούν προσπαθώντας να φτάσουν στη φτέρνα.
Οι κραυγές πόνου δε συγκινούσαν ούτε τον ειδικό αλλά ούτε και τις οικογένειές τους. Μάλιστα αυτόν τον ρόλο αναλάμβανε συνήθως κάποια ηλικιωμένη γυναίκα της οικογένειας και σπάνια η μητέρα γιατί υπήρχε ο φόβος μην λυπηθεί το παιδί ακούγοντας το να κλαίει και δεν δέσει αρκετά σφιχτά τους επιδέσμους. Άλλωστε, η ανοχή στον πόνο θεωρούνταν ευεργετική για να γίνει το κορίτσι υπάκουο(!) και αργότερα να δείχνει υποταγή στον σύζυγο-αφέντη.
Ο χειμώνας ήταν ιδανικός για το βίαιο έθιμο για να είναι τα πόδια μουδιασμένα από το κρύο και να είναι πιο υποφερτός ο πόνος. Τέλος, ξεκινώντας από την επίσης σπασμένη καμάρα τύλιγαν σφιχτά τα πόδια με βαμβακερούς επιδέσμους βουτηγμένους στο ίδιο μείγμα.
Όταν το πόδι έφτανε τα 7,5 εκατοστά, οι επίδεσμοι έβγαιναν και τη θέση τους έπαιρναν χρυσοκέντητες παντόφλες. Η περιζήτητη νύφη ήταν πλέον έτοιμη…
Οι μολύνσεις και οι ακρωτηριασμοί
Τα δεμένα πόδια των κοριτσιών απαιτούσαν μεγάλη φροντίδα και προσοχή και έπρεπε να λύνονται τακτικά για να πλένονται, να περιποιούνται τα νύχια τους και τα τραύματα. Τα βούταγαν σε ένα ειδικό μείγμα, το οποίο έκανε τη νεκρή σάρκα να πέφτει. Η διαδικασία γινόταν καθημερινά για τους πλούσιους και δυο με τρεις φορές τη βδομάδα για τους φτωχούς.
Οι τελευταίες γυναίκες που βίωσαν αυτή τη βασανιστική παράδοση, φωτογραφήθηκαν ως μέρος ενός project της Αγγλίδας φωτογράφου και ανθρωπολόγου Τζο Φάρρελ, που ζει τα τελευταία χρόνια στο Χονγκ Κονκγ.
Παρά τη φροντίδα, οι μολύνσεις ήταν συχνές και μάλιστα κάποιες από αυτές μπορούσαν να τους κοστίσουν τη ζωή. Για να τις αντιμετωπίσουν επέλεγαν να αφαιρούν εντελώς τα νύχια ενώ εξαιτίας των σφιχτών επιδέσμων κοβόταν η κυκλοφορία του αίματος με αποτέλεσμα να μην επουλώνονται οι τραυματισμοί στα δάχτυλα και να δημιουργείται σήψη της σάρκας. Εάν η μόλυνση επεκτεινόταν στα οστά, μπορούσε ακόμα και να προκαλέσει πτώση των δαχτύλων. Το τραγικό της υπόθεσης ήταν ότι ακόμα κι αυτό θεωρούταν πλεονέκτημα διότι θα μπορούσαν να δεθούν ακόμη πιο σφιχτά τα πόδια. Έτσι, συχνά προκαλούσαν σκοπίμως τραυματισμούς για να μολυνθεί το πόδι.
Ο θάνατος από σηπτικό σοκ ήταν συχνό φαινόμενο. Όμως ακόμα και για τα κορίτσια που επιζούσαν όμως, οι συνέπειες ήταν καταστροφικές. Όταν μεγάλωναν είχαν πολλά ιατρικά προβλήματα: έσπαγαν εύκολα τα οστά τους στα πόδια, άλλες έμεναν παράλυτες ενώ υπολογίζεται ότι 10% των κοριτσιών πέθαιναν από γάγγραινα και άλλες λοιμώξεις.
Για το δυτικό πολιτισμό τα δεμένα πόδια ήταν μια αδιανόητη πρακτική, στην κινεζική παράδοση ήταν ένα στοιχείο ομορφιάς και ένα αξεπέραστο ερωτικό φετίχ.
Μερικοί άνδρες προτιμούσαν να μη δουν ποτέ τα πόδια μιας γυναίκας χωρίς τα παπούτσια του λωτού γνωρίζοντας τη δυσάρεστη πραγματικότητα. Βέβαια ,το γεγονός ότι το πόδι ήταν κρυφό σημείο το έκανε ακόμα πιο επιθυμητό για τους άνδρες. Στο βίαιο έθιμο αντιτάχθηκαν πολλοί κινέζοι συγγραφείς κυρίως κατά τον 18ο αιώνα, ενώ πιο οργανωμένες κινητοποιήσεις σημειώθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα. Το 1950 με την επικράτηση του κομμουνισμού σταμάτησε οριστικά το έθιμο και ο συμβολισμός του.