Εννέα μέρες πριν από την κοινή συνάντηση των ηγετών των δύο κοινοτήτων της Κύπρου, Νίκου Αναστασιάδη και Μουσταφά Ακιντζί, με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, Μπαν Κι Μουν, στη Νέα Υόρκη, ο εκπρόσωπος του Τουρκοκύπριου ηγέτη, Μπαρίς Μπουρτζού, δήλωσε ότι «δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί ο χάρτης του σχεδίου Ανάν, ύστερα από δώδεκα χρόνια».
Σύμφωνα με τον Μπουρτζού οι πρόνοιες του σχεδίου για την επιστροφή (σ.σ: στους Ελληνοκυπρίους) εδαφών δεν είναι δυνατόν να ισχύσουν σήμερα, γιατί, όπως είπε, «πολλά έχουν αλλάξει και κάθε μέρα που περνά χωρίς λύση, δεν βοηθά στην επίτευξη λύσης». Οι αλλαγές, πρόσθεσε, πρέπει να γίνουν, σύμφωνα με τις προσδοκίες και των δύο πλευρών.
Σημειώνεται ότι το εδαφικό συζητήθηκε από τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων πρόσφατα, χωρίς αναφορά σε περιοχές και χάρτες, αλλά κατά τρόπο γενικό. Η θέση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, με υπόδειξη της Άγκυρας, είναι ότι η ρύθμιση του εδαφικού πρέπει να αφεθεί στο τέλος των διαπραγματεύσεων μαζί με το θέμα της ασφάλειας – εγγυήσεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες στη γενική ανταλλαγή απόψεων Αναστασιάδη – Ακιντζί για το εδαφικό ο Τουρκοκύπριος ηγέτης έθεσε για την πλευρά του ζήτημα εδαφικών αναπροσαρμογών καλύτερων από αυτές του χάρτη Ανάν. Η τουρκοκυπριακή θέση συνδυάζεται και με τον αριθμό των Ελληνοκυπρίων, που θα διαμένουν στην τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία, μετά τη συμφωνία λύσης του Κυπριακού.
Στον χάρτη Ανάν, ποσοστό περίπου 28,5% του εδάφους θα συγκροτούσε την τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία. Πέρα από τις γενικές τοποθετήσεις πως από το 2004 έχουν διαφοροποιηθεί τα δεδομένα, η τουρκοκυπριακή πλευρά υποστηρίζει πως η θέση για περιορισμένες ουσιαστικά εδαφικές αναπροσαρμογές «καθίσταται αναγκαία από τη στιγμή που θα αποδεχθεί αριθμό Ελληνοκυπρίων να επιστρέψουν για να διαμένουν στην τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία».
Ο πρόεδρος Αναστασιάδης υπέδειξε πως μια συμφωνία λύσης για να γίνει αποδεκτή θα πρέπει στο εδαφικό να προβλέπει σοβαρές και σημαντικές αναπροσαρμογές. Επίσης, τόνισε πως, εφόσον επιστραφεί περισσότερο έδαφος στην ελληνοκυπριακή πλευρά, θα μειωθεί ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων στην τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία. Σημαντικό είναι και το ζήτημα της ακτογραμμής, αφού η τουρκοκυπριακή πλευρά κατέχει και ελέγχει παρανόμως μεγαλύτερη έκταση της.
Στο σχέδιό Ανάν, το οποίο στο δημοψήφισμα του 2004 απορρίφθηκε με συντριπτική πλειοψηφία από τους Ελληνοκυπρίους, προβλέπονταν επί χάρτου δύο υπαλλακτικές λύσεις για το εδαφικό. Ο πρώτος χάρτης έδινε στην τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία ποσοστό του συνολικού εδάφους της κυπριακής επικράτειας 28,5%, ο δε δεύτερος 28,6%. Ο πρώτος προνοούσε την επιστροφή πρόσθετου μέρους της περιοχής της κεντρικής Μεσαορίας, με τα χωριά Πραστειό, Λιμνιά, Στύλλοι και Πυργά, ενώ ο δεύτερος προνοούσε την επιστροφή υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση μέρους της χερσονήσου της Καρπασίας. Η περιοχή άρχιζε από την Αιγιαλούσα και έφθανε μέχρι το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα. Περιλάμβανε, επίσης, τα χωριά Αγία Τριάδα, Μελάναργα και Ριζοκάρπασο, ενώ στη νότια πλευρά της χερσονήσου παρέμεναν υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση τα αμιγώς τουρκοκυπριακά χωριά ‘Αγιος Συμεών, Κορόβια και Γαληνόπορνη.
Το πλεονέκτημα του δευτέρου χάρτη ήταν η βελτίωση υπέρ της ελληνοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας των ακτογραμμών και η υλοποίηση της συμφωνίας (1975) της Τρίτης Βιέννης για την παραμονή στην Καρπασία των Ελληνοκυπρίων. Και στους δύο χάρτες επιστρεφόταν η πόλη της Αμμοχώστου και της Μόρφου. Και οι δύο χάρτες προνοούσαν ειδικό καθεστώς για τα μαρωνιτικά χωριά Αγία Μαρίνα, Ασώματος και Κορμακίτης (θύλακας υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση), ενώ διατηρείτο και με τους δύο χάρτες και ο τουρκοκυπριακός θύλακας των Κοκκίνων.