Την εκτίμηση ότι η προσέγγιση Μόσχας- Άγκυρας «δεν έχει στρατηγικό βάθος» αλλά είναι «απόρροια τακτικιστικών ελιγμών από την πλευρά της Άγκυρας, με τη Μόσχα να ακολουθεί» και οικονομικών συμφερόντων που είναι εμπεδωμένα, διατύπωσε ο Κωνσταντίνος Φίλης, διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM».
«Είναι μία αγκαλιά που άνοιξε ο Ερντογάν προς τον Πούτιν και ο Ρώσος πρόεδρος είναι αρκετά επιφυλακτικός να την αποδεχθεί. Αν δει κανείς τις δηλώσεις που ακολούθησαν, ακόμη και τη γλώσσα του σώματος στη συνάντηση των δύο ηγετών, μπορεί να διακρίνει ότι υπάρχει ακόμη μία έντονη επιφυλακτικότητα», δήλωσε ο κ. Φίλης στην εκπομπή «ΑΠΕριττα», με αφορμή την πρόσφατη συνάντηση των προέδρων της Ρωσίας και της Τουρκίας, στη Μόσχα.
«Ο Πούτιν», εξήγησε, «μίλησε για μία σταδιακή άρση των μέτρων που έχουν ληφθεί από πλευράς Ρωσίας σε βάρος της Τουρκίας και νομίζω πως και οι δύο ηγέτες αντιλαμβάνονται πως αυτή η αναθέρμανση των σχέσεων μπορεί να έχει και ταβάνι. Είναι πολύ πιθανό να έχει περιορισμούς καθώς αφενός μεν οι δύο χώρες είναι παραδοσιακά ανταγωνιστές για επιρροή και έλεγχο σε μία περιοχή που εκτείνεται από τη Μαύρη Θάλασσα και τον Καύκασο ως τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Αφετέρου δε επειδή σε ζητήματα που είναι καίρια, όπως αυτό της Συρίας, οι θέσεις τους μοιάζουν εκ διαμέτρου αντίθετες».
Η κατάσταση θα μπορούσε να αλλάξει, αν σύμφωνα με τον διευθυντή ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων «αλλάξει κάτι και μία από τις δύο χώρες συμβιβαστεί, εν προκειμένω η Τουρκία και δεν προτάσσει, όπως κάνει τώρα, την αποχώρηση του Άσαντ». Αν και κάτι τέτοιο, όπως είπε ο κ. Φίλης, δεν είναι πιθανό να συμβεί.
Πολλά είναι αυτά που χωρίζουν Μόσχα και Άγκυρα, αλλά υπάρχουν και σημεία που τους ενώνουν, όπως η κοινή απογοήτευση για τη στάση της Δύσης απέναντί τους, διάφορα οικονομικά συμφέροντα (ο αγωγός Turkish Stream, το πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακουγιού, οι εμπορικές συναλλαγές δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, τα τουρκικά αγροτικά προϊόντα και ο τουρισμός), όπως εξήγησε ο κ. Φίλης. «Όλο αυτό το πλέγμα των σχέσεων υποχρέωσε εν αρχή τον Ερντογάν να επιχειρήσει αυτή την αναθέρμανση των σχέσεων και τον Πούτιν να ακολουθήσει. Δεν έχουν λόγο να διαρρήξουν τις σχέσεις τους σε τέτοιο βαθμό παρά τις δεδομένες διαφορές τους», εξήγησε.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, «δεν μιλάμε για μία νέα στρατηγική συμμαχία γιατί αυτά που διεμήφθησαν όλο το προηγούμενο διάστημα κι αυτά που έχουν λεχθεί δεν μπορούν να ξεχαστούν από τη μία στιγμή στην άλλη».
Σύμφωνα με τον κ. Φίλη, ο Τούρκος πρόεδρος δεν πρόκειται να διαρρήξει τους δεσμούς του ούτε με τη Δύση παρά το γεγονός ότι την έχει στοχοποιήσει με αφορμή την πρόσφατη απόπειρα πραξικοπήματος και «παρά το γεγονός ότι παίζει πολύ το ‘χαρτί’ της δημιουργίας ενός εξωτερικού εχθρού προκειμένου να ενισχύσει τη δική του επιρροή στο εσωτερικό».
Όπως είπε ο καθηγητής, ο κ. Ερντογάν αντιλαμβάνεται ότι «θα πρέπει να υπάρχει κάποιος κοινός παρονομαστής με τη Δύση για να διαχειριστεί τα προβλήματα τα οποία έχει -είτε μιλάμε για την τρομοκρατία στο εσωτερικό είτε μιλάμε για την οικονομία που κλονίζεται, είτε μιλάμε για τον τουρισμό, είτε μιλάμε για τα μέτωπα που έχει ανοίξει στο εξωτερικό και έχουν υπονομεύσει την περιφερειακή θέση της χώρας του».