«Le Greek c’ est chic!». Με ύφος που δεν σηκώνει καμία αμφισβήτηση, ένας Έλληνας λέει αυτό που για εκείνον είναι ακλόνητο γεγονός: πως ό,τι είναι ελληνικό, είναι κομψό.
Αποστολή στις Βρυξέλλες: Γιώργος Λαμπίρης
Ο Ντανιέλ Αναστόπουλος είναι σήμερα ένας από τους νέους, κραταιούς έλληνες επιχειρηματίες των Βρυξελλών.
Γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη του Ανατολικού Βελγίου, το Βέρβιε στο 1972 από έλληνες γονείς, ενώ συν γυναιξί και τέκνοις μετακόμισαν στις Βρυξέλλες δύο χρόνια αργότερα.
Ο παππούς Αναστόπουλος έφυγε από την Ελλάδα στην περίοδο της κατοχής, αφήνοντας τα Φίλια Καλαβρύτων, για να δουλέψει ως ανθρακωρύχος στα φλαμανδικά ορυχεία. Και ο διάδοχος της οικογένειας ανέλαβε να προφέρει τη φράση «Le Greek c’ est chic» μέσα από το εστιατόριό του στο κέντρο των Βρυξελλών.
Ξεκίνησε να διοργανώνει ελληνικές βραδιές, με ελληνικό φαγητό και κρασί, και κατάφερε να κάνει την Ελλάδα ακόμα πιο ελκυστική για τους Βέλγους. Παρόντες σε αυτές οι διασημότεροι πρωταγωνιστές της καλλιτεχνικής και τηλεοπτικής ζωής του Βελγίου, εξέχοντες αξιωματούχοι της Κομισιόν, του Ευρωκοινοβουλίου και του ΝΑΤΟ, καθώς και διαφόρων ξένων αντιπροσωπειών, αλλά και επιχειρηματίες με έδρα τις Βρυξέλλες.
Ο Ντανιέλ Αναστόπουλος δημιούργησε περιουσία και όνομα στην πρωτεύουσα του Βελγίου, χωρίς να υπερβάλλει ή να υποσχεθεί κάτι περισσότερο από αυτό που είχε στα χέρια του. Εκσυγχρόνισε την παραδοσιακή ελληνική κουζίνα που είχαν ξεκινήσει τα πεθερικά του στο εστιατόριο «POSEIDON», διαλαλώντας σε όλους, ακόμα και σ’ εκείνους που έσπευδαν να τον περιπαίξουν, ότι είναι Έλληνας.
Ωστόσο η παραμονή του στο Βέλγιο δεν ήταν αδιάκοπη. Κι αυτό γιατί στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο πατέρας του δέχτηκε μία επαγγελματική πρόταση να επιστρέψει στην Ελλάδα: ένα συμβόλαιο συνεργασίας δεκαετούς διάρκειας, αναλαμβάνοντας ένα έργο ως αρχιτέκτονας.
«Από το 1982 έως και το 1990 μείναμε στην Αθήνα. Εκεί τελείωσα το λύκειο, ενώ ταυτόχρονα έληξε και το συμβόλαιο του πατέρα μου. Γυρίσαμε ξανά στις Βρυξέλλες, καθότι δεν υπήρχε η προοπτική να μείνουμε στην Ελλάδα».
«Υπάρχουν μέρες που φωνάζω να ανάψουν τα φώτα!»
«Μου ήταν πολύ δύσκολο να γυρίσω. Γιατί στο διάστημα που ο πατέρας μου εργαζόταν στην Ελλάδα, εγώ έζησα ταυτόχρονα την εφηβεία μου στην Αθήνα. Κι έτσι χρειάστηκε πολύς χρόνος για να προσαρμοστώ. Κυρίως όμως αυτό που δεν υποφέρεται και δύσκολα μπορώ να αποδεχτώ, είναι το κλίμα των Βρυξελλών. Ο μουντός καιρός, η ψιχάλα που πέφτει σχεδόν όλη την ημέρα, είναι κάτι που επηρεάζει την ψυχολογία μου. Έμαθα παρόλ’ αυτά να ζω με αυτό. Δεν σας κρύβω όμως ότι ορισμένες ημέρες σηκώνομαι το πρωί, ανοίγω το παράθυρο και φωνάζω: “Ποιος έσβησε το φως; Ανάψτε τα φώτα!”».
Οι Βρυξέλλες με τα χρόνια άλλαξαν. Το ελληνικό στοιχείο χωρίς να ατονήσει -καθότι οι έλληνες κάτοικοι υπερβαίνουν τους 30.000- άλλαξε συνήθειες.
«Η μοναδική διασκέδαση των Βρυξελλών είναι πλέον μία έξοδος για φαγητό. Άντε να πιούμε κι ένα ποτό μετά. Δεν υφίσταται πλέον η ελληνική διασκέδαση στις Βρυξέλλες όπως την γνωρίζαμε παλαιότερα. Πριν από 15-20 χρόνια η πόλη έβραζε από ζωή και ελληνική ζωντάνια. Και μπουζούκια, και ορθάδικα και ό,τι μπορείτε να φανταστείτε».
Ο ίδιος ξεκίνησε τα βήματά του ως επιχειρηματίας, σπουδάζοντας στη σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων και Μαγείρων και στη συνέχεια Οικονομία και Διοίκηση Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων, ενώ δούλεψε αρχικά ως σερβιτόρος και αργότερα ως μάγειρας.
«Όταν παντρεύτηκα αποφάσισα να ξεφύγω από το χώρο της εστίασης, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη δουλειά δεν συμβάδιζε με την οικογενειακή ζωή. Έτσι, δούλεψα για περίπου 3 χρόνια στην κρατική τηλεόραση ως οδηγός του γενικού διευθυντή. Εκεί γνώρισα πολύ κόσμο, η πραγματικότητα, όμως, με φώναζε πίσω πάρα πολύ γρήγορα. Μέσα σε τρία μόλις χρόνια κατάλαβα ότι δεν ήμουν πάρα πολύ κακός υπάλληλος. Ήταν η εποχή που ξεκινούσε ένα επιχειρηματικό πλάνο η Carrefour, η οποία δημιουργούσε μικρά super market λίγων τετραγωνικών μέτρων. Έτσι άνοιξα το πρώτο μου κατάστημα, το οποίο πήγε πάρα πολύ καλά και στη συνέχεια ένα δεύτερο, ένα τρίτο, ένα τέταρτο».
Πριν από τρία χρόνια τα πεθερικά του αποφάσισαν να βγουν στη σύνταξη. Τότε τέθηκε το δίλημμα τι θα γινόταν με το εστιατόριο που διατηρούσαν για περισσότερα από 40 χρόνια στις Βρυξέλλες με την ονομασία «Ποσειδών».
«Ήταν το τυπικό ελληνικό εστιατόριο του εξωτερικού. Με τις κολονίτσες του, τα γύψινα, το δωδεκάθεο, τον Όλυμπο και φυσικά την κλασική ελληνική κουζίνα: σουβλάκι, πατατούλα τηγανιτή και μουσακά. Δεν θέλαμε να το εγκαταλείψουμε. Συν τοις άλλοις, τότε ήταν η εποχή που η Ελλάδα βομβαρδιζόταν από όλες τις πλευρές. Μας κατηγορούσαν ότι είμαστε το μαύρο πρόβατο της ηπείρου. Εκείνοι που έφεραν την κρίση στην Ευρώπη. Από αγαπημένοι των Ευρωπαίων και των Βέλγων, γίναμε ο αποδιοπομπαίος τράγος. Η γυναίκα μου κι εγώ αποφασίσαμε να δείξουμε ότι η Ελλάδα δεν είναι ακριβώς αυτό που κάποιοι παρουσιάζουν. Το εστιατόριο ήταν η αφορμή να αποδείξουμε όσα οι άλλοι δεν ήθελαν να αποδεχτούν. Με πλεονέκτημά την ελληνική κουζίνα, τα ελληνικά προϊόντα, απασχολώντας κατά κύριο λόγο έλληνες υπαλλήλους».
Αφού ταξίδεψε σε ολόκληρη την Ελλάδα για περίπου 3 χρόνια, προσπάθησε να συλλέξει τα καλύτερα προϊόντα. «Μπορεί να έχουμε στη διάθεσή μας μια κληρονομιά, την οποία μπορούμε να βαστάμε περήφανοι στους ώμους μας, παρόλ’ αυτά όμως δεν μπορούμε να βασιζόμαστε μόνο σε αυτήν. Η Ελλάδα ενυπάρχει και στο σήμερα. Αποφασίσαμε ότι δεν χρειαζόμαστε τα γύψινα στολίδια και τα φορκλόρ χαρακτηριστικά. Αρχίσαμε να προβάλουμε εικόνες της χώρας μας μέσα από ένα ντοκιμαντέρ που δημιουργήσαμε, ταξιδεύοντας σε ολόκληρη τη χώρα. Και η Ελλάδα δεν είναι μόνο σουβλάκι και μουσακάς».
«Εντάξαμε στα πιάτα μας το ελληνικό καλαμάρι, όχι το εισαγόμενο όπως συνηθίζουν να κάνουν οι περισσότεροι. Φέραμε ελληνικό τόνο, κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν ότι διαθέτουμε. Εισάγουμε το λάδι μας, τον ταραμά, τη φέτα. Είμαι από τους λίγους που έχουν τόσες διαφορετικές ετικέτες κρασιού».
Πελάτες του οι πάντες. Διπλωμάτες, αξιωματούχοι, στελέχη επιχειρήσεων. Οι περισσότεροι είναι Βέλγοι ή ανήκουν σε άλλες εθνικότητες και ορισμένοι από αυτούς -λιγότεροι όμως- Έλληνες.
«Η κρίση στις Βρυξέλλες σε αντίθεση με την Ελλάδα εξαπλώνεται σαν το γκάζι»
Μιλάει για την κρίση που εξαπλώνεται σταδιακά και κάπως ύπουλα και στις Βρυξέλλες. «Σαν το γκάζι την ώρα που κοιμάσαι. Σιγά σιγά… Απλώνεται ημέρα με την ημέρα. Ενώ στην Ελλάδα συνέβησαν όλα απότομα. Ξυπνήσαμε ένα πρωί και δεν είχαμε τίποτα. Στις Βρυξέλλες η διαρροή του αερίου έχει γίνει μεγαλύτερη τον τελευταίο καιρό. Και οι περισσότεροι άρχισαν να το αισθάνονται και εδώ».
«Όλα αυτά που σας περιγράφω φαίνονται και από τα σούπερ μάρκετ που διατηρώ. Μια μητέρα ενώ ερχόταν και αγόραζε 6 μπουκάλια γάλα για ολόκληρη την εβδομάδα, ξαφνικά άρχισε να πυκνώνει τις επισκέψεις της και να αγοράζει από ένα μπουκάλι τη φορά. Αλλά και ο κόσμος που έρχεται στο εστιατόριο, μας επισκέπτεται κυρίως τα Σαββατοκύριακα, ενώ κάποτε η Δευτέρα με το Σάββατο και την Κυριακή δεν είχαν καμία διαφορά».
«Δεν θέλω να πάω στην Ελλάδα για να παραστήσω τον “Αμερικάνο” σε όλους τους υπόλοιπους»
Στο ερώτημα εάν θα επιστρέψει κάποια στιγμή στην Ελλάδα η απάντηση έχει δύο σκέλη: «Εάν ακούσω τη λογική μου, “όχι”. Η καρδιά μου από την άλλη πλευρά λέει “ναι”. Θα ήταν ωραία να ζω στην Ελλάδα και να μη χρειάζεται να δουλεύω. Έχοντας χτίσει ήδη την περιουσία μου εδώ. Αλλά δεν με ικανοποιεί κάτι τέτοιο. Δεν θέλω να πάω να ζήσω στη χώρα μου έχοντας όλα τα καλά, επειδή δούλεψα στο εξωτερικό και ήρθα να κάνω τον “Αμερικάνο” σε όλους τους υπόλοιπους. Όταν θα γυρίσω, θέλω να δω τον κόσμο να είναι ευτυχισμένος, να γελάει, να περνάει καλά. Όχι να κάνει κωλοτούμπες ο ένας και ο άλλος στη γωνιά του, να μην έχει να δώσει στο παιδί του ψωμί να φάει. Ή να ανήκω στη μικρή κατηγορία ανθρώπων που περνάει ακόμα καλά στην Ελλάδα και εύχεται να μη φύγει ποτέ η κρίση».
«Ο κόσμος και κυρίως η νεολαία ψάχνονται. Πολλοί όταν έρχομαι στην Ελλάδα με ρωτούν αν έχω καμιά δουλειά να τους δώσω, να φύγουν στο εξωτερικό», λέει ο Ντανιέλ Αναστόπουλος.
«Ό,τι συνέβη ήταν άδικο για το λαό»
«Αυτό που συνέβη στη χώρα μου ήταν άδικο για το λαό. Ο υπάλληλος, ο εργάτης, ο μικρός και ο μεσαίος επιχειρηματίας δεν συνέβαλαν στην καταστροφή της Ελλάδας. Όμως ήταν δίκαιο, εάν δούμε ποιους πολιτικούς επιλέξαμε να μας εκπροσωπήσουν όλα αυτά τα χρόνια».
«Το φωνάζω ότι είμαι Έλληνας» – «Οι Βέλγοι χρησιμοποιούν το… βύσμα με επαγγελματισμό»
Όσοι ξέρουν ότι είναι Έλληνας, συχνά τον πειράζουν. «Το φωνάζω ότι είμαι Έλληνας 100 φορές την ημέρα. Και κάποιοι λένε ότι “πώς να πάτε μπροστά όταν δωροδοκείτε τους πάντες, δεν πληρώνετε φόρους και έχετε παντού ένα γνωστό για να κάνετε τη δουλειά σας;”. Είναι όμως πολύ καλά ενημερωμένοι. Και ξέρουν ότι δεν φταίνε οι πολίτες για ό,τι συμβαίνει, αλλά διάφορα πολιτικά κυκλώματα. Να σας πω την αλήθεια, το “βύσμα” λειτουργεί και εδώ. Οι Βέλγοι όμως το χρησιμοποιούν με επαγγελματισμό. Είναι επαγγελματίες κλέφτες! Εμείς είμαστε απλά ερασιτέχνες μπροστά τους. Κι όταν κάποιος μας βοηθήσει πάμε και παινευόμαστε, καυχιόμαστε γι’ αυτό, ενώ εκείνοι ακόμα και το λαιμό να απειλήσεις να τους κόψεις, δεν πρόκειται ποτέ να το παραδεχτούν. Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι καμία οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς παραοικονομία».
Δηλώνει ότι δεν θέλει να δώσει την ψήφο του στην Ελλάδα. «Ζω εδώ, μεγαλώνω, εδώ, πληρώνω φόρους εδώ. Πώς να πάω να ψηφίσω κάποιον στην πατρίδα μου ενώ δεν ζω εκεί, και να τον “φορέσω” στο κεφάλι του έλληνα πολίτη; Δεν το κάνω. Είναι άδικο γιατί εγώ δεν θα ζήσω εκεί», συμπληρώνει ο έλληνας επιχειρηματίας.
«Με πειράζει που οι Έλληνες δεν… γυαλίζουν πια»
«Περισσότερο με πειράζει ότι ο κόσμος στην Ελλάδα δεν γυαλίζει όπως παλιά. Σπουδαία μυαλά ψάχνουν να βρουν δουλειά στο εξωτερικό. Κι εκεί που ήμαστε οι Θεοί γίναμε μετριόφρονες. Αυτή η μετριοφροσύνη με ενοχλεί!».
«Φοβούνται οι Βέλγοι μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι;», τον ρωτάω καθώς βλέπω παντού το στρατό να κάνει περιπολίες από άκρη σε άκρη της πόλης.
«Χωρίς να θέλω να είναι αθυρόστομος, οι Βέλγοι φοβούνται πολύ!», μου είχε πει λίγες ημέρες πριν το τρομοκρατικό χτύπημα στις Βρυξέλλες. «Και είναι λογικό γιατί όταν εκμεταλλεύονταν τους οικονομικούς μετανάστες, προσφέροντας τους άθλιες συνθήκες διαβίωσης και ένα κομμάτι ψωμί, δεν σκέφτονταν τη συνέχεια. Οι άνθρωποι αυτοί κάποια στιγμή ανελίχθηκαν κοινωνικά και επαγγελματικά με αποτέλεσμα να απειλούν ανοιχτά πλέον την καθεστηκυία τάξη. Δεν σας κρύβω ότι έχω πολλούς πελάτες που μου ζητούν κατά καιρούς να τους αλλάξω τραπέζι επειδή έχω μεγάλες τζαμαρίες και δεν θέλουν να κάθονται κοντά…».