Η Γερμανία χρειάζεται να αυξήσει τις δαπάνες για την αστυνόμευση, την εκπαίδευση και τη φροντίδα παιδιών κατά τουλάχιστον 5 δισεκατομμύρια ευρώ για να επιτύχει την ενσωμάτωση του αριθμού-ρεκόρ αιτούντων άσυλο και να αποτρέψει κοινωνικές εντάσεις, δήλωσε σήμερα ο αντικαγκελάριος και ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.
Η χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό και τη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της πιο μαζικής εισροής προσφύγων στη Γηραιά Ήπειρο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Περίπου 1,1 εκατομμύριο αιτούντες άσυλο καταγράφηκε ότι έφθασαν στη Γερμανία το 2015, αριθμός πολύ υψηλότερος από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μιλώντας έπειτα από μια συνάντηση της ηγετικής ομάδας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), εταίρου στην κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού υπό την καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ, ο Γκάμπριελ τόνισε ότι το Βερολίνο πρέπει να αποφύγει τις κοινωνικές εντάσεις, υπό το φως της αύξησης των μουσουλμάνων που αιτούνται άσυλο στη Γερμανία.
«Μπορούμε να διαχειριστούμε το διπλό καθήκον της ενσωμάτωσης, δηλαδή την υποδοχή των νέων αφίξεων και επίσης την προάσπιση της συνοχής της κοινωνίας μας, εάν έχουμε ένα ισχυρό κράτος, ικανό να αναλαμβάνει δράση», σημείωσε ο Γκάμπριελ, ηγέτης του SPD.
Κάλεσε να καταβληθούν κοινές προσπάθειες από την ομοσπονδιακή και τις κρατιδιακές κυβερνήσεις αλλά και τις τοπικές αυτοδιοικήσεις ώστε να κατανεμηθεί το βάρος της προσπάθειας ενσωμάτωσης των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων οι αιτήσεις των οποίων να τους χορηγηθεί άσυλο γίνονται δεκτές.
«Χρειαζόμαστε 9.000 επιπλέον στελέχη της αστυνομίας, 25.000 νέους εκπαιδευτικούς και 15.000 εργαζόμενους σε παιδικούς σταθμούς», εκτίμησε ο Γκάμπριελ. Ο ίδιος κάλεσε να διπλασιαστούν οι δημόσιες δαπάνες για τη στέγη για να αποφευχθεί ο κίνδυνος να ενσκήψει έλλειψη φθηνής στέγης στα γερμανικά αστικά κέντρα.
«Τα κόστη για αυτό το πακέτο ενσωμάτωσης είναι περίπου πέντε δισεκατομμύρια ευρώ και η κυβέρνηση, τα ομόσπονδα κρατίδια και οι δήμοι πρέπει να συμφωνήσουν για το ποιος θα κάνει τι ακριβώς», συνέχισε ο Γκάμπριελ.
Η πρόταση του αντικαγκελάριου είναι πιθανό να εγκριθεί κατά τη διάρκεια της προγραμματισμένης κοινής συνεδρίασης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των κρατιδιακών κυβερνήσεων τους επόμενους μήνες.
Η πρωτοβουλία του SPD αναλαμβάνεται εν μέρει λόγω των επιθέσεων εναντίον γυναικών, ιδίως των σεξουαλικών παρενοχλήσεων, στην Κολονία την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, που ενέτειναν τις αμφιβολίες που ήδη εκφράζονταν σχετικά με την πολιτική «ανοικτών θυρών» που εφάρμοσε πέρυσι η κυβέρνηση Μέρκελ.
Ο Γκάμπριελ προειδοποίησε ότι η γερμανική πολιτική ηγεσία πρέπει να επιδείξει μεγάλη προσοχή ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία της εντύπωσης πως έχει εγκαταλείψει τους πολίτες και τους αφήνει να αντιμετωπίσουν μόνοι το βάρος της ενσωμάτωσης.
Παραπέμποντας σε μια φράση που χρησιμοποιεί συνήθως η καγκελάριος Μέρκελ όταν αναφέρεται στην προσφυγική κρίση, ο Γκάμπριελ σημείωσε: «Δεν πρέπει μόνο να εκφραστούμε για αυτό λέγοντας “Μπορούμε να τα καταφέρουμε”, αλλά να δημιουργήσουμε τις σωστές συνθήκες γι’ αυτό. Σε διαφορετική περίπτωση η φράση “Μπορούμε να τα καταφέρουμε” θα γίνει “Μπορείτε να τα καταφέρετε” — και δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να αφήσουμε τη γερμανική κοινωνία μόνη της στο ζήτημα αυτό».
Εάν χρειαστεί, η κυβέρνηση πρέπει να καταστρατηγήσει τον διακηρυγμένο της στόχο να διατηρήσει τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της Γερμανίας ισοσκελισμένο και το 2016, πρόσθεσε ο Γκάμπριελ.
«Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να μετατραπεί αυτό σε δόγμα, όταν πρόκειται για το εάν θα έχουμε αρκετά χρήματα για τους αστυνομικούς, για τους δασκάλους, για τους εργαζόμενους στα νηπιαγωγεία και για την κατασκευή νέων διαμερισμάτων», τόνισε ο ίδιος.
Ωστόσο ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θέλει να αποτραπεί το ενδεχόμενο η χώρα να εκδώσει νέο χρέος το 2016, αλλά έχει ήδη αναγνωρίσει πως αυτό ίσως αποδειχθεί δύσκολο λόγω της μεγάλης αύξησης του κόστους υποδοχής των προσφύγων.
Πέρυσι η Γερμανία κατέγραψε δημοσιονομικό πλεόνασμα ύψους 12,1 δισεκ. ευρώ και το υψηλότερο του αναμενομένου ποσό αυτό ενδέχεται να αξιοποιηθεί εν μέρει για την υποδοχή και την ενσωμάτωση των προσφύγων.