Το υπουργείο Εξωτερικών της Υεμένης και οι συμμαχικές δυνάμεις υπό τη Σαουδική Αραβία διέψευσαν σήμερα την κατηγορία του Ιράν ότι σαουδαραβικά μαχητικά αεροσκάφη έπληξαν την ιρανική πρεσβεία στην πρωτεύουσα της Υεμένης, Σαναά.

Το Ιράν ανακοίνωσε χθες ότι τα μαχητικά αεροσκάφη έπληξαν την πρεσβεία του στη Σαναά το βράδυ της Τετάρτης, μια κατηγορία που αναμένεται να οξύνει την ένταση μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή, του σιιτικού Ιράν και της σουνιτικής Σαουδικής Αραβίας.

«Η διοίκηση του συνασπισμού επιβεβαίωσε ότι οι (ιρανικοί) ισχυρισμοί είναι αναληθείς και άκυροι, υπογραμμίζοντας ότι δεν πραγματοποιεί επιχειρήσεις γύρω από την πρεσβεία ή κοντά σε αυτήν», μετέδωσε αργά χθες το βράδυ το κρατικό σαουδαραβικό πρακτορείο ειδήσεων SPA.

«Η διοίκηση του συνασπισμού έχει ζητήσει όλες οι διπλωματικές αποστολές στη Σαναά να μην δίδουν την ευκαιρία σε πολιτοφυλακές να χρησιμοποιούν τα κτίρια των διπλωματικών αποστολών για ουδεμία στρατιωτική δράση», προσέθεσε το SPA.

Κάτοικοι και αυτόπτες μάρτυρες στη Σαναά δήλωσαν επίσης στο Ρόιτερς ότι δεν έχουν προκληθεί ζημιές στο κτίριο της πρεσβείας.

Το υπουργείο Εξωτερικών της Υεμένης διέψευσε επίσης ότι το κτίριο της πρεσβείας του Ιράν στη Σαναά αποτέλεσε στόχο, σύμφωνα με το κυβερνητικό πρακτορείο ειδήσεων sabanew.net.

Ο αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών, τον οποίο επικαλείται το sabanew.net, δήλωσε ότι την ευθύνη για την προστασία των διπλωματικών αποστολών στη Σαναά έχουν οι Χούτι, οι οποίοι ελέγχουν την πρωτεύουσα της Υεμένης, όπως και οι σύμμαχοί τους, οι δυνάμεις που είναι πιστές στον πρώην πρόεδρο Άλι Αμπντάλα Σάλεχ.

Η Σαουδική Αραβία είναι επικεφαλής μιας συμμαχίας, κυρίως μοναρχιών του Κόλπου, η οποία επενέβη τον Μάρτιο του 2015 στον εμφύλιο πόλεμο στην Υεμένη υπέρ της κυβέρνησης υπό τον πρόεδρο Αμπντ Ράμπο Μανσούρ Χάντι και εναντίον των σιιτών ανταρτών Χούτι, που θεωρεί ότι συνδέονται με το Ιράν.

Η διπλωματική διένεξη ανάμεσα στο Ριάντ και την Τεχεράνη, η οποία πυροδοτήθηκε από την εκτέλεση από τη Σαουδική Αραβία ενός διακεκριμένου σιίτη ιερωμένου, μειώνει τις προσδοκίες για την επίτευξη μιας λύσης που θα οδηγούσε στον τερματισμό της σύγκρουσης στην Υεμένη.