Ο υπό τις ΗΠΑ διεθνής συνασπισμός στη μάχη του κατά του Ισλαμικού Κράτους έχει αναγορεύσει σε κύριους συμμάχους του τους ιρακινούς και τους σύρους Κούρδους, αλλά μία υπερβολική εξάρτηση από αυτές τις ένοπλες ομάδες κρύβει κινδύνους, προειδοποιούν οι ειδικοί.
Όπως σημειώνει σε δημοσίευμά του το Γαλλικό Πρακτορείο, την ώρα που τα αεροσκάφη του συνασπισμού ενισχύουν τις επιδρομές, οι πεσμεργκά του ιρακινού Κουρδιστάν και οι κουρδικές δυνάμεις των Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG) της Συρίας είναι οι δυνάμεις που μάχονται κατά του Ισλαμικού Κράτους στο έδαφος.
Αν και οι χώρες του συνασπισμού έχουν αποκλείσει την ανάπτυξη χερσαίων δυνάμεων στη Συρία, η Ουάσινγκτον έστειλε την περασμένη εβδομάδα μονάδα των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων σε συμβουλευτικό και εκπαιδευτικό ρόλο προς τις δυνάμεις των YPG στη βόρεια Συρία, μία στρατιωτική δύναμη που έχει καταφέρει ισχυρά πλήγματα κατά των δυνάμεων του Ισλαμικού κράτους, αρχής γενομένης από το Κομπάνι, τον περασμένο Ιανουάριο.
Στο Ιράκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες εκπαιδεύουν και εξοπλίζουν τις κουρδικές δυνάμεις της αυτόνομης περιοχής του βορείου Ιράκ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες «έχουν ποντάρει στους ιρακινούς Κούρδους, διότι είναι στρατηγικοί τους σύμμαχοι από την εισβολή στο Ιράν το 2003 και είναι, κατά τη γνώμη τους, οι πιο αξιόπιστοι», εξηγεί η Μαρία Φανταπίε, ειδική αναλύτρια για το Ιράκ στο International Crisis Group (ICG).
Η ανάγκη υποστήριξης των κουρδικών δυνάμεων έχει επίσης διατυπωθεί από τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Μανουέλ Βαλς τις πρώτες ημέρες μετά τις επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου.
Παράλληλα, οι προσπάθειες για την ενίσχυση των αραβικών σουνιτικών δυνάμεων στη Συρία και στο Ιράκ έχουν περιορισμένα αποτελέσματα επί του πεδίου των συγκρούσεων στην ανακατάληψη εδαφών που ελέγχει το Ισλαμικό Κράτος.
Κατά τις εκτιμήσεις των ειδικών, οι Δυτικοί πρέπει να προσέξουν να μην επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους αποκλειστικά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του Ισλαμικού Κράτους, χωρίς μία στρατηγική προσανατολισμένη στο πολιτικό μέλλον της Συρίας και του Ιράκ, δύο χωρών που απειλούνται με διάλυση.
Η έλλειψη συνυπολογισμού των αυτονομιστικών στόχων των Κούρδων ενθαρρύνει τους περσμεργκά και τις δυνάμεις των YPG για την επέκταση των εδαφών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους, προσφέροντάς τους έτσι υψηλά ανταλλάγματα για τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις.
Η Μαρία Φανταπίε αποδίδει σε αυτό έναν από τους λόγους για τους οποίους οι YPG ετοιμάζονται να αναλάβουν δράση πέραν των κουρδικών περιοχών και να λάβουν μέρος σε ενδεχόμενη επίθεση για την απελευθέρωση της Ράκα, μίας κυρίως αραβικής πόλης.
«Έχουν αυτήν την ιδέα κατά νου, κυρίως οι YPG που κάνουν τα πάντα για να κερδίσουν διεθνή αναγνώριση».
Στο Ιράκ, οι πιστές στον κούρδο πρόεδρο Μασούντ Μπαρζάνι δυνάμεις έχουν επανακτήσει τον τελευταίο μήνα την πόλη Σιντζάρ, εστία της μειονότητας των Γεζίντι, που βρισκόταν στην κυριαρχία της Βαγδάτης πριν πέσει στα χέρια του Ισλαμικού Κράτους.
Ο Μασούντ Μπαρζάνι «ανακοίνωσε ντε φάκτο την προσάρτηση του Σιντζάρ στην αυτόνομη περιοχή του Κουρδιστάν», επισημαίνει ο Πάτρικ Μάρτιν, ερευνητής του Ινστιτούτου Μελέτης του Πολέμου της Ουάσινγκτον. «Τίποτε δεν αφήνει να εννοηθεί ότι οι κούρδοι μαχητές είναι διατεθειμένοι να επιστρέψουν τη ζώνη στην ιρακινή ομοσπονδιακή κυβέρνηση».
Μετά το Σιντζάρ, ένας από τους προσεχείς στόχους είναι η ανάκτηση της Μοσούλης, της δεύτερης σε μέγεθος πόλης του Ιράκ, που βρίσκεται επίσης στα χέρια των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους.
Αυτή η επίθεση αναμένεται να ξεκινήσει από το Κουρδιστάν, εκτιμά ο Μάικλ Νάιτς, ερευνητής του Washington Institute. «Μέχρι την εκδίωξη του Ισλαμικού Κράτους από τη Μοσούλη, οι Κούρδοι θα παραμείνουν σύμμαχος-κλειδί. Επειτα, το μέλλον είναι περισσότερο αβέβαιο», σημειώνει.
Ο Μάικλ Νάιτς θεωρεί ότι η κουρδική επέκταση έχει φθάσει στο ανώτατο σημείο της και ότι στο εξής θα ανακοπεί από τη κυβέρνηση της Βαγδάτης, η οποία λαμβάνει επίσης βοήθεια από τον διεθνή συνασπισμό για να πολεμήσει το Ισλαμικό Κράτος.
Στη Συρία, η αυξανόμενη επιρροή των Κούρδων στο βόρειο τμήμα της χώρας δυσαρεστεί ιδιαιτέρως τη γειτονική Τουρκία, η οποία θεωρεί ότι οι YPG αποτελούν πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, PKK.
«Καθιστώντας τους Κούρδους στρατηγικούς τους εταίρους, οι δυτικές χώρες έχουν δημιουργήσει μία σχέση ανισορροπίας ανάμεσα σε αυτούς και τις άλλες κοινότητες», που κατοικούν στις ίδιες περιοχές, προειδοποιεί η Μαρία Φανταπίε, επισημαίνοντας το γεγονός ότι στους κόλπους του αραβο-κουρδικού συνασπισμού των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, μόνο οι κούρδοι μαχητές έχουν απευθείας πρόσβαση σε πόρους χρηματοδότησης και σε όπλα.
«Είναι επικίνδυνο, διότι η στρατιωτική υποστήριξη μπορεί σκοπίμως να οδηγήσει στην επαναχάραξη των συνόρων των χωρών αυτών και να ανοίξει τον δρόμο για μελλοντικές συρράξεις και εντάσεις ανάμεσα στους Κούρδους και τους γείτονές τους», προειδοποιεί η Μαρία Φανταπίε.