Η Μιανμάρ (Βιρμανία) αλλάζει σελίδα μετά την απόλυτη πλειοψηφία που εξασφάλισε στο κοινοβούλιο το αντιπολιτευόμενο κόμμα της Αούνγκ Σαν Σου Κι, στις πρώτες ελεύθερες εκλογές σε 25 χρόνια. Μία νίκη που σημειώθηκε ακριβώς πέντε χρόνια από την ημέρα που αφέθηκε ελεύθερη από τον κατ’ οίκον περιορισμό όπου βρισκόταν επί 15 χρόνια.
Η Εθνική Ένωση για τη Δημοκρατία (NDL) εξασφαλίζει 348 έδρες και την απόλυτη πλειοψηφία, παρά την παρουσία μη εκλεγμένων στρατιωτικών στο ένα τέταρτο των εδρών της βουλής και αναμένεται να σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση της χώρας.
Η βαριά πολιτική κληρονομιά
Η 70χρονη Αούνγκ Σαν Σου Κι είναι κόρη του στρατηγού Αούνγκ Σαν – του ηγέτη του αγώνα για την ανεξαρτησία της Βιρμανίας από τη Βρετανία, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1947, μόλις έξι μήνες πριν από την ανεξαρτητοποίηση της χώρας και όταν η Σου Κι ήταν μόλις δύο ετών.
Το 1960 πήγε στην Ινδία με την μητέρα της Ντάου Κιν Κι, η οποία διορίστηκε τότε πρεσβευτής της Μιανμάρ στο Νέο Δελχί.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στη Βρετανία, από όπου απέκτησε ένα από τα πτυχία με το μεγαλύτερο κύρος που χορηγεί βρετανικό πανεπιστήμιο, το διάσημο PPE (Πολιτικές Επιστήμες, Φιλοσοφία και Οικονομικά). Εκεί γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της Μάικλ Άρις.
Το 1972, «Η Κυρία», όπως την αποκαλούσε το στρατιωτικό καθεστώς κατά τη διάρκεια των ετών που την είχε θέσει σε κατ’ οίκον κράτηση, παντρεύτηκε τον Άρις με τον οποίο απέκτησε δύο γιους.
Έπειτα από περιόδους κατά τις οποίες έζησε κι εργάστηκε στην Ιαπωνία και το Μπουτάν, εγκαταστάθηκε στη Βρετανία για να μεγαλώσει τα δύο παιδιά της, Αλεξάντερ και Κιμ, αλλά το μυαλό της βρισκόταν πάντα στη Μιανμάρ.
Όταν επέστρεψε στην πρωτεύουσα Ρανγκούν (Γιανγκόν), το 1988, για να φροντίσει την σοβαρά άρρωστη μητέρα της, η χώρα βρισκόταν σε μεγάλη πολιτική αναταραχή με χιλιάδες φοιτητές, υπαλλήλους και μοναχούς να διαδηλώνουν στους δρόμους ζητώντας δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.
«Ως κόρη του πατέρα μου, δεν μπορούσα να παραμείνω αδιάφορη σε όλα αυτά που συνέβαιναν», ανέφερε σε ομιλία της στην Ρανγκούν στις 26 Αυγούστου 1988, και ξεκίνησε να ηγείται της εξέγερσης κατά του τότε δικτάτορα στρατηγού Νε Γουίν.
Εμπνευσμένη από τις ειρηνικές εκστρατείες του ηγέτη των πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και της Ινδίας Μαχάτμα Γκάντι, διοργάνωνε πορείες διαμαρτυρίας και ταξίδευε ανά τη χώρα ζητώντας ειρηνικές, δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και ελεύθερες εκλογές.
Αλλά οι διαδηλώσεις κατεστάλησαν βίαια από τον στρατό, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα στις 18 Σεπτεμβρίου 1988.
Την επόμενη χρονιά, η Σου Κι τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Η στρατιωτική κυβέρνηση κήρυξε εθνικές εκλογές τον Μάιο 1990, στις οποίες το κόμμα της, το NLD, κέρδισε αλλά η χούντα αρνήθηκε να της παραδώσει τον έλεγχο.
Τα χρόνια της απομόνωσης
Παρέμεινε επί έξι χρόνια σε κατ’ οίκον περιορισμό στην Ρανγκούν μέχρι την απελευθέρωσή της τον Ιούλιο του 1995.
Τον Σεπτέμβριο του 2000 τέθηκε και πάλι σε περιορισμό όταν επιχείρησε να ταξιδέψει στην πόλη Μαντελέϊ παραβλέποντας τους εις βάρος της ταξιδιωτικούς περιορισμούς.
Τον Μάιο 2002 αφέθηκε ελεύθερη χωρίς όρους, αλλά έναν χρόνο αργότερα φυλακίστηκε εκ νέου έπειτα από συγκρούσεις ανάμεσα στους υποστηρικτές της και σε φιλοκυβερνητικές ομάδες. Αργότερα της επιτράπηκε να επιστρέψει στο σπίτι της αλλά ουσιαστικά και πάλι υπό περιορισμό.
Τις περιόδους που βρισκόταν σε περιορισμό, πέρναγε τον χρόνο της διαβάζοντας και κάνοντας γυμναστική και διαλογισμό. Τελειοποίησε τα γαλλικά και τα ιαπωνέζικά της και χαλάρωνε παίζοντας στο πιάνο Μπαχ.
Κάποιες φορές της επιτρεπόταν να συναντιέται με άλλους αξιωματούχους του κόμματός της και με επιλεγμένους διπλωμάτες.
Όμως τα πρώτα χρόνια της κράτησής της τα πέρασε κυρίως στην απομόνωση. Δεν της επιτρεπόταν να δει τους γιούς της και τον σύζυγό της, ο οποίος πέθανε από καρκίνο το 1999 στην Οξφόρδη, όπου ζούσε μαζί με τα παιδιά τους.
Η Αούνγκ Σαν Σου Κι είχε απορρίψει την πρόταση της στρατιωτικής κυβέρνησης να μεταβεί στη Βρετανία για να τον δει, φοβούμενη ότι δεν θα της επιτρεπόταν να επιστρέψει στη χώρα.
Το 1991, βραβεύτηκε με Νόμπελ Ειρήνης και ο πρόεδρος της επιτροπής την χαρακτήρισε «εξαιρετικό παράδειγμα της δύναμης των αδυνάμων».
Ανάμεσα στις άλλες διακρίσεις και τα βραβεία που έχει κερδίσει μέχρι σήμερα είναι: Βραβείο Ζαχάροφ (1991), Βραβείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1991), Βραβείο Σιμόν Μπολίβαρ της UNESCO (1992), Βραβείο Ελεύθερου Πνεύματος Αλ Νιούχαρθ (2002), Βραβείο Ούλοφ Πάλμε (2005), ενώ η αμερικανική Γερουσία αποφάσισε το 2008 ομόφωνα να της απονείμει το χρυσούν μετάλλιο – τη μεγαλύτερη πολιτική τιμητική διάκριση στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, μετά την αποφυλάκισή της και την πολιτική καριέρα που ακολούθησε, δέχτηκε επικρίσεις από ορισμένες οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα οι οποίες την κατηγόρησαν ότι δεν πέτυχε να υπερασπιστεί τις μειονότητες της χώρας –ανάμεσά τους και οι μουσουλμάνοι Ροχίνγκια που δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα–κατά την περίοδο εθνοτικής βίας σε περιοχές της.
Η επιστροφή στην πολιτική σκηνή
Η Αούνγκ Σαν Σου Κι παραγκωνίστηκε στις πρώτες εκλογές της Μιανμάρ έπειτα από δύο δεκαετίες, στις 7 Νοεμβρίου 2010, αλλά έξι μέρες αργότερα αφέθηκε ελεύθερη από τον κατ΄οίκον περιορισμό.
Ο γιος της Κιμ Άρις την επισκέφθηκε για πρώτη φορά έπειτα από δέκα χρόνια.
Με τη νέα κυβέρνηση σε τροχιά μεταρρύθμισης, η Σαν Σου Κι και το κόμμα της εισήλθαν και πάλι στην πολιτική διαδικασία.
Στις ενδιάμεσες εκλογές τον Απρίλιο 2012–για την κάλυψη των εδρών βουλευτών που είχαν υπουργοποιηθεί – διεκδίκησε έδρες με το κόμμα της καταλήγοντας όμως απογοητευμένη από τον ρυθμό του εκδημοκρατισμού.
Τον Νοέμβριο 2014, προειδοποίησε ότι η Μιανμάρ δεν είχε προχωρήσει σε αληθινές μεταρρυθμίσεις τα τελευταία δύο χρόνια και ότι οι ΗΠΑ–που είχαν άρει τις περισσότερες κυρώσεις εις βάρος της χώρας το 2012 – είχαν υπάρξει «υπεραισιόδοξες» στο παρελθόν.
Το 2015, η υποστηριζόμενη από τον στρατό κυβέρνηση του προέδρου Θέιν Σέιν ανακοίνωσε ότι οι πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά 25 χρόνια θα πραγματοποιούνταν στις 8 Νοεμβρίου – εκλογές που έδωσαν στην Σου Κι και στο κόμμα της συντριπτική νίκη.