Η πίεση έχει αυξηθεί σήμερα στην Ουάσινγκτον την οποία η διεθνής ανθρωπιστική οργάνωση Γιατροί Χωρίς Σύνορα (ΓΧΣ) καλεί να δώσει εξηγήσεις για τον φονικό αεροπορικό βομβαρδισμό του νοσοκομείου της στην Κουντούζ του βορείου Αφγανιστάν χαρακτηρίζοντας την ενέργεια αυτή «έγκλημα πολέμου».
Η ΜΚΟ δήλωσε «αηδιασμένη» από τις δικαιολογίες των αφγανικών αρχών για τον πολύνεκρο βομβαρδισμό, πιθανόν από τον αμερικανικό στρατό, του νοσοκομείου της στην Κουντούζ, εκτιμώντας ότι ισοδυναμεί με «παραδοχή ενός εγκλήματος πολέμου».
Οι ΓΧΣ εκκένωσαν το νοσοκομείο τους, το οποίο τέθηκε εκτός λειτουργίας μετά τον βομβαρδισμό του, το Σάββατο, που προκάλεσε τον θάνατο τουλάχιστον 22 ανθρώπων και τον τραυματισμό δεκάδων.
Σε χθεσινοβραδινή του ανακοίνωση, ο γενικός διευθυντής των ΓΧΣ Κρίστοφερ Στόουκς αντέδρασε έντονα στις δικαιολογίες αφγανών αξιωματούχων και του υπουργείου Άμυνας, σύμφωνα με τις οποίες «ένοπλοι τρομοκράτες» Ταλιμπάν βρίσκονταν μέσα στο κτίριο και το χρησιμοποιούσαν «ως βάση για να στοχεύουν κατά των αφγανικών δυνάμεων και πολιτών», ισχυρισμό που διαψεύδει κατηγορηματικά η ανθρωπιστική οργάνωση.
«Οι δηλώσεις αυτές δείχνουν ότι οι αφγανικές και αμερικανικές δυνάμεις είχαν αποφασίσει από κοινού να γαζώσουν ένα νοσοκομείο που λειτουργούσε πλήρως, με περισσότερους από 180 εργαζόμενους και ασθενείς στους θαλάμους του. Αυτό ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι πρόκειται για έγκλημα πολέμου», δήλωσε ο Στόουκς. Επιπλέον, πρόσθεσε, «αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις πρώτες απόπειρες της αμερικανικής κυβέρνησης να υποβαθμίσει τις συνέπειες των επιθέσεων σαν να ήταν μόνο μια “παράπλευρη απώλεια”».
Το κλείσιμο του νοσοκομειακού κέντρου στην Κουντούζ συνιστά φοβερό πλήγμα για τον τοπικό πληθυσμό που έχει βρεθεί μέσα στις μάχες μεταξύ του αφγανικού στρατού και των ανταρτών Ταλιμπάν για τον έλεγχο της βόρειας αφγανικής πόλης.
Είναι το μόνο κέντρο στην περιοχή που μπορούσε να περιθάλπει τους βαριά τραυματίες του πολέμου και αποτελούσε γραμμή ζωής για τους κατοίκους τους.
«Το νοσοκομείο των ΓΧΣ δεν μπορεί πλέον να λειτουργεί. Οι ασθενείς που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση μεταφέρθηκαν σε άλλα νοσοκομεία. Δεν εργάζεται κανείς μέσα στο νοσοκομείο», δήλωσε η Κέιτ Στέγκεμαν, εκπρόσωπος των ΓΧΣ στον Αφγανιστάν. «Επί του παρόντος, δεν μπορώ να σας πω αν το κέντρο τραυματολογίας της Κουντούζ θα ξανανοίξει ή όχι».
Η τραγωδία προκάλεσε γρήγορα έντονη αντιπαράθεση. Η οργάνωση ΓΧΣ ζήτησε «εξονυχιστική και διαφανή έρευνα» από «ανεξάρτητο διεθνή οργανισμό» χαρακτηρίζοντας ανεπαρκή την αμερικανική έρευνα που ανακοίνωσε ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα.
Η μκο δηλώνει ότι είχε δώσει προληπτικά τις γεωγραφικές συντεταγμένες από το νοσοκομείο της στον αφγανικό και τον αμερικανικό στρατό. Δηλαδή, οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν “επί 45 και πλέον λεπτά” αφότου η μκο είχε ειδοποιήσει τους δύο στρατούς ότι το νοσοκομείο της είχε πληγεί από τα πρώτα πυρά.
«Οι συνέπειες ήταν πολύ στοχευμένες, πάντα εναντίον του ίδιου κτιρίου. Το αεροπλάνο έφυγε, μετά ξαναγύρισε για να συνεχίσει τη σειρά των βομβαρδισμών, ακριβώς εναντίον του ίδιου κτιρίου», εξήγησε ο δρ Μπαρτ Γιάνσενς, διευθυντής επιχειρήσεων των ΓΧΣ.
Κατάσταση «συγκεχυμένη και πολύπλοκη»
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα εξέφρασε τα «βαθύτατα συλλυπητήριά του» μετά την επίθεση στην οποία 12 εργαζόμενοι των ΓΧΣ και δέκα ασθενείς, μεταξύ τους τρία παιδιά, σκοτώθηκαν, αλλά είπε πως αναμένει τα αποτελέσματα της έρευνας «πριν διατυπώσει οριστική κρίση για τις συνθήκες της τραγωδίας αυτής».
Ο αμερικανός υπουργός Άμυνας Άστον Κάρτερ χαρακτήρισε την κατάσταση «συγκεχυμένη και πολύπλοκη».
Ο ΟΗΕ χαρακτήρισε τον βομβαρδισμό ασυγχώρητο. Η αεροπορική επιδρομή μπορεί να ισοδυναμεί με έγκλημα πολέμου αν κριθεί «εσκεμμένη από τη δικαιοσύνη», δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας Μπαν Κι-μουν ζητώντας εκτενή και αμερόληπτη έρευνα.
Σύμφωνα με αμερικανό αξιωματούχο, η έρευνα θα επικεντρωθεί στο ρόλο αμερικανικού αεροσκάφους AC-130, ενός αεροσκάφους που αποτελεί παραλλαγή του μεταγωγικού C-130 εξοπλισμένου με πυροβόλα για να διεξάγει επιχειρήσεις υποστήριξης στο έδαφος.
Κανένας πυροβολισμός
Στο Αφγανιστάν, οι αεροπορικές επιδρομές του συνασπισμού του ΝΑΤΟ, που διατηρεί στη χώρα 130.000 στρατιώτες, από τους οποίους 10.000 Αμερικανοί, αποτελούν το αντικείμενο αντιπαράθεσης όσον αφορά τις «παράπλευρες απώλειες» που προκαλούν. Ωστόσο οι επιδρομές αυτές έχουν αποδειχθεί κεφαλαιώδους σημασίας στην υποστήριξη που προσφέρει το ΝΑΤΟ στον αφγανικό στρατό στην επιχείρηση αντεπίθεσης για την ανακατάληψη της Κουντούζ από τους Ταλιμπάν.
Οι αντάρτες κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη την περασμένη Δευτέρα, μέσα σε μερικές ώρες μόνο, έχοντας πλέον καταγάγει τη μεγαλύτερη νίκη τους μετά την πτώση του καθεστώτος τους το 2001 και έχοντας καταφέρει βαρύ πλήγμα στον πρόεδρο Ασράφ Γάνι.
Οι αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας προέβαλαν ελάχιστη αντίσταση, ενδεικτική των τεράστιων δυσκολιών που αντιμετωπίζουν για να αποκρούσουν τους ισλαμιστές μαχητές.
Χθες, έπειτα από έξι ημέρες σφοδρών μαχών η ηρεμία μάλλον επανήλθε στην «ελεύθερη από τους Ταλιμπάν» πόλη, σύμφωνα με τον Σάγιεντ Σαρουάρ Χουσέινι, εκπρόσωπο της τοπικής αστυνομίας. «Από το βράδυ του Σαββάτου δεν ακούσαμε κανέναν πυροβολισμό, καμιά έκρηξη», δήλωσε ο Σιρ Αλαμ, καταστηματάρχης στην Κουντούζ.