Κρίση μέσης ηλικίας περνούσε ο Jean Béliveau, ο άνδρας που γύρισε τον κόσμο με τα πόδια. «Ήθελα να αφήσω πίσω την έως τότε ζωή μου και να βρω κάτι διαφορετικό. Προτιμούσα να με φάει ένα λιοντάρι παρά να με καταπιεί η κοινωνία», λέει ο ίδιος.
Στα 45 του βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι. Ενώ διέσχιζε μια γέφυρα στο Μόντρεαλ, όπου ζούσε κι εργαζόταν, αναρωτήθηκε πόσο χρόνο θα ήθελε για να φτάσει μέχρι τη Νέα Υόρκη. Στη συνέχεια επέκτεινε το όνειρό του και έκανε ένα σαφές σχέδιο: να ταξιδέψει στον κόσμο με τα πόδια.
Ταξίδεψε από το Μόντρεαλ στη Βραζιλία, στη Νότιο Αφρική, την Αίγυπτο, το Μαρόκο, την Ευρώπη (Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Σκωτία, Βρετανία, Γερμανία), την Τουρκία, το Ιράν, την Ινδία, την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ταϊβάν, το Βόρνεο, την Ινδονησία, την Αυστραλία (από βορά προς νότο) και στην πορεία διέσχισε έξι ερήμους.
Ύστερα από εννέα μήνες προετοιμασίας και με μοναδικά εφόδια ένα καρότσι με τα απαραίτητα για κάμπινγκ και 4000 δολάρια Καναδά που είχε συγκεντρώσει η σύζυγός του, ξεκίνησε για τη σύγχρονη «Οδύσσειά» του.
Όπως λέει στη Daily Mail, η πεζοπορία του είχε στόχο να παρωθήσει την ειρήνη και τη μη βία για τα παιδιά του κόσμου.
«Το βόρειο άκρο της Αυστραλίας ήταν μια μεγάλη πρόκληση με θερμοκρασία 45 βαθμών τον Οκτώβριο, το Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο. Ήταν πολύ ζεστά και μοναχικά στο δρόμο. Αλλά ήταν μια υπέροχη εμπειρία, ο κόσμος μου προσέφερε νερό», περιγράφει.
Ο Beliveau λέει πως βασίστηκε στη καλοσύνη των ξένων για να συνεχίσει το ταξίδι του. Έμεινε με 1600 οικογένειες και κοιμήθηκε σε εκκλησίες, άλλους ναούς, πάρκα, σχολεία, δάση, ακόμα και στη φυλακή.
«Στην Αμερική έμεινα ένα βράδυ στη φυλακή, μαζί με έναν κρατούμενο. Στη Νότιο Αφρική με ξέχασαν στη φυλακή, άλλαξαν βάρδιες και όταν είπα στους καινούριους πως είμαι μόνο φιλοξενούμενος δεν με άφηναν να φύγω γιατί δεν έβρισκαν κανένα στοιχείο καταχωρημένο για μένα», λέει.
Παραδέχεται πως υπήρχαν κομμάτια του ταξιδιού που τον σόκαραν, όπως η φτώχεια στην Ινδία και την Αφρική, όπου ένιωθε κανείς ευλογημένος και μόνο αν είχε μια στέγη.
Παραδέχεται επίσης πως τον κούρασαν πολύ τα παιδιά στην Αιθιοπία. «Ήταν μια έκρηξη της φύσης και ένα πολιτισμικό σοκ. Είναι ένα ιδιαίτερο μέρος, τα παιδιά περπατούσαν δίπλα μου και χόρευαν και προσπαθούσαν να μου μιλήσουν. Δεν μιλούσαν αγγλικά και με ακολουθούσαν παντού επαναλαμβάνοντας τα πάντα. Μετά από δύο ημέρες είχα κουραστεί τόσο πολύ που δεν μπορούσα πια να έχω καμία επαφή».
Συνάντησε και μέλη συμμοριών στο Εκουαδόρ, τη Γουατεμάλα και τη Νότιο Αφρική και λέει πως επειδή είχε καλό σκοπό η περιπλάνησή του τον προστάτευσαν και τον στήριξαν ορισμένοι από τους πιο διαβόητους κακοποιούς στον κόσμο.
Μία από τις πιο σημαντικές στιγμές του ταξιδιού του ήταν όταν συνάντησε στο Ντέρμπαν τον Νέλσον Μαντέλα.
Η μοναχική αποστολή του είχε βέβαια και ένα προσωπικό κόστος. Ο Beliveau άφησε πίσω του δύο ενήλικα παιδιά από τον προηγούμενο γάμο του και καθ’ οδόν έγινε και παππούς.
«Συνάντησα την εγγονή μου για πρώτη φορά στη Γερμανία όπου ζει ο γιος μου, ήταν πια πέντε χρονών. Περάσαμε μια υπέροχη εβδομάδα, πιστεύουν πως είμαι απλώς ένας τρελός παππούς».
Η γυναίκα του ταξίδεψε έντεκα φορές για να τον συναντήσει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του και όσο εκείνος γύριζε τον κόσμο εκείνη «έτρεχε» την ιστοσελίδα του και τον ενθάρρυνε να συνεχίσει κάθε φορά που έφτανε στο όριο να τα παρατήσει. Όταν όμως επέστρεψε, ο γάμος τους κατέρρευσε.
Το ταξίδι του κράτησε έντεκα χρόνια και διένυσε συνολικά 75.500 χιλιόμετρα. Χάλασε 54 ζευγάρια παπούτσια.
Ο Beliveau μετανιώνει που δεν συμπεριέλαβε στο ταξίδι του την Κολομβία, όπου ήταν πολύ επικίνδυνο να περάσει με τα πόδια το 2002 και που δεν εξασφάλισε βίζα για τη Λιβύη το 2005. Περιέγραψε την περιπέτειά του σε βιβλίο που εξέδωσε και δίνει την εντύπωση πως το ταξίδι γι’ αυτόν δεν τελείωσε ακόμα.
«Μπορεί να ταξιδέψω ινκόγκνιτο μόνο για μένα», λέει.