Από ανθρωπισμό, αλλά και από συμφέρον: οικονομολόγοι όλων των τάσεων συμβουλεύουν την Ευρώπη να δεχθεί τους μετανάστες, εκτιμώντας ότι θα στηρίξουν την ανάπτυξή της, χωρίς να της κοστίσουν και πολλά.
Ο Πατρίκ Αρτίς, ένας οικονομολόγος της τράπεζας Natixis που θεωρείται φιλελεύθερος, εκτιμά σε πρόσφατο υπομνημά του πως η υποδοχή προσφύγων προσφέρει στην Ευρώπη την ευκαιρία «όχι μόνο να τιμήσει τη θέση της ως μιας δημοκρατικής, πλούσιας και σεβόμενης την παράδοσή της Ένωσης, αλλά και να αυξήσει τις προοπτικές της για ανάπτυξη».
Μακριά από τις έντονες πολιτικές και πολιτιστικές συζητήσεις, ο Χόλγκερ Σμίντλινγκ της Berenberg Bank υπολόγισε πως η υποδοχή προσφύγων θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ της ευρωζώνης κατά 0,2% από το δεύτερο εξάμηνο του 2015.
«Η ήπειρός μας μπορεί και οφείλει να γίνει τον 21ο αιώνα μια μεγάλη γη μετανάστευσης», έγραφε από την πλευρά του ο αριστερός οικονομολόγος Τομά Πικετί σε πρόσφατο άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Liberation.
«Η υποδοχή προσφύγων είναι μια ανθρωπιστική απόφαση, δεν μπορεί να είναι μια οικονομική απόφαση», υπενθυμίζει πάντως ο Ζαν-Κριστόφ Ντιμόν, ειδικός του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). «Έχει ένα κόστος, που κατανέμεται σε πολλά χρόνια, και δεν είναι σοβαρό».
Οι άνθρωποι που διαφεύγουν από τον πόλεμο «δεν έχουν προετοιμάσει τη μετανάστευσή τους, ούτε επιλέξει τη χώρα προέλευσης. Έχουν υποστεί τραύματα, χρειάζεται χρόνος για να συνέλθουν. Όταν κατεβαίνουν από το λεωφορείο, δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι θα πάνε να απαντήσουν στις μικρές αγγελίες», αναφέρει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι πρόσφυγες που έρχονται στην Ευρώπη χρειάζονται πέντε έως έξι χρονια για να φθάσουν το ποσοστό απασχόλησης των μεταναστών που έρχονται στην ήπειρο έπειτα από πρόσκληση της ήδη εγκατεστημένης εκεί οικογένειάς τους και περίπου δεκαπέντε χρόνια για να συγκλίνουν με το αντίστοιχο ποσοστό των αυτοχθόνων.
Τελικά όμως, είτε πρόκειται για πρόσφυγες είτε για λεγόμενους «οικονομικούς» μετανάστες, «όλες οι μελέτες λένε πως οι επιπτώσεις (των μεταναστεύσεων) έχουν πολύ μικρό εύρος, είτε πρόκειται για την αγορά εργασίας είτε για τα δημόσια οικονομικά» στις ανεπτυγμένες χώρες, διαβεβαιώνει ο Ελ Μουχούμπ Μουχούντ, καθηγητής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο Ντοφίν του Παρισιού.
«Δεν είναι το ίδιο για μια χώρα όπως ο Λίβανος, που μέσα σε μερικά χρόνια δέχθηκε το ισοδύναμο του ενός τετάρτου του πληθυσμού του», υπενθυμίζει. Συγκριτικά, η Γαλλία, μια από τις πιο «κλειστές» πλούσιες χώρες σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, έχει δεσμευθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο να υποδεχθεί 24.000 πρόσφυγες μέσα σε δύο χρόνια, δηλαδή περίπου το 0,04% του πληθυσμού της.
Η ιστορικός Νάνσι Γκριν, ερευνήτρια στην Ανώτατη Σχολή Κονωνικών Επιστημών (EHESS), εξηγεί πως «υπάρχει μια θέση για τους μετανάστες, τόσο στις περιόδους (οικονομικής) επέκτασης όσο και σ’ εκείνες της (οικονομικής) ύφεσης», στους τομείς όπου «οι συνθήκες δεν θεωρουνται αρκετά καλές για τους αυτόχθονες». Ως παραδείγματα ανέφερε τις κατασκευές ή τη σιδηρουργία τον 19ο και τον 20ο αιώνα και τις υπηρεσίες προς πρόσωπα σήμερα.
Ο ανταγωνισμός που ενδεχομένως υπάρχει στους τομείς που απασχολούν πολύ εργατικό δυναμικό «αφορά κυρίως τα διαδοχικά μεταναστευτικά κύματα», υπογραμμίζει ο Μουχούντ, ενώ οι αυτόχθονες εργαζόμενοι από την πλευρά τους «ωθούνται» προς καλύτερα πληρωμένες και περισσότερο σύγχρονες θέσεις εργασίας.
«Γενικά οι μετανάστες είναι νέοι, με καλή υγεία και επιθυμούν σφόδρα να εργασθούν. Αποφέρουν περισσότερα απ’ όσα κοστίζουν» σε όρους κοινωνικής πρόνοιας, με την προϋπόθεση ότι εφαρμοζονται μέτρα για την υποδοχή τους, υπογραμμίζει η Εμμανιέλ Οριόλ, ερευνήτρια στη Σχολή Οικονομικών (School of Economics) της Τουλούζης.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι επίσης «ολοένα και περισσότερο εξειδικευμένοι, καθώς οι πιο φτωχοί δεν μπορούν να φύγουν, τα κόστη της μετανάστευσης είναι απαγορευτικά. Όταν λέμε ‘δεν μπορούμε να υποδεχθούμε όλη τη φτώχεια του κόσμου’ κάνουμε λάθος, παρά τα φαινόμενα δεν δεχόμαστε τους πιο φτωχούς», υπογραμμίζει από την πλευρά του ο Μουχούντ.
Αυτό που θέλουν οι πρόσφυγες όπως και οι μετανάστες «είναι να συνέλθουν, να έχουν μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά τους, να εργασθούν» και όχι να εξαρτώνται από τις κοινωνικές αρωγές, διαβεβαιώνει ο Ντιμόν του ΟΟΣΑ υπογραμμίζοντας ότι «πρέπει να οικοδομήσουμε πάνω στον δυναμισμό αυτόν».
Ο ίδιος τονίζει σχετικά την ιδιαίτερη έλξη που ασκεί η Γερμανία, «η οποία θεωρείται μια χώρα που προσφέρει ευκαιρίες», σε σχέση με τη Γαλλία, παρότι αυτές οι δύο χώρες έχουν συνολικά παρόμοια συστήματα κοινωνικής προστασίας.
«Οι πρόσφυγες είναι μια επένδυση δεν είναι χαμένα χρήματα», τονίζει επίσης ο Μαρσέλ Φράτζσερ, ο πρόεδρος του γερμανικού ινστιτούτου οικονομικών ερευνών DIW.