Την ανάγκη έκδοσης μιας ανθρωπιστικής βίζας για τους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τις εμπόλεμες ζώνες σε αναζήτηση μιας καλύτερης και ασφαλέστερης ζωής στην Ευρώπη, τονίζει η γερμανίδα βουλευτής του Die Linke Ανέτ Γκροτ, σε δηλώσεις της στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Σημειώνεται πως αργά το απόγευμα σήμερα συναντώνται στο Βερολίνο ο πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ και η καγκελάριος της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ, με στόχο να επιχειρήσουν «να δώσουν μια νέα ώθηση» στην ευρωπαϊκή απάντηση στη μεταναστευτική κρίση.
«Οι πρόσφυγες δεν εγκαταλείπουν τις χώρες τους για πλάκα. Θα πρέπει να εκδώσουμε ανθρωπιστική βίζα. Να παράσχουμε σε αυτούς τους ανθρώπους νόμιμη πρόσβαση στην Ευρώπη», δηλώνει η γερμανίδα πολιτικός, η οποία επισκέφθηκε, χθες, την ουδέτερη ζώνη μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ, στο ύψος της Ειδομένης, και είδε από κοντά την κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή.
«Είναι ντροπή και μένω άναυδη από το γεγονός ότι αναγκάζουμε τους ανθρώπους αυτούς να στραφούν προς τη θάλασσα, να διασχίσουν επικίνδυνα σύνορα και να περπατήσουν χιλιάδες χιλιόμετρα», σημειώνει.
«Υπάρχει μια ανθρωπιστική καταστροφή, εδώ, και η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ευθύνονται γι’ αυτό», τονίζει η Ανέτ Γκρος, σχολιάζοντας την κατάσταση στην ουδέτερη ζώνη, όπου τις προηγούμενες ημέρες είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο και σημειώθηκαν επεισόδια και ένταση με την αστυνομία της ΠΓΔΜ, καθώς οι αρχές της γειτονικής χώρας επέτρεπαν την είσοδο μόνο σε πάρα πολύ μικρές ομάδες ατόμων, ύστερα από πολύωρη, μάλιστα, αναμονή.
«Υπήρχε μια μεγάλη οικογένεια από το Αφγανιστάν. Η μεγαλύτερη εξ αυτών ήταν μια γυναίκα πάνω από 85 ετών. Την κουβαλούσαν κι όταν περνούσαν τα σύνορα αναγκάστηκε να περπατήσει, αλλά όχι για πολύ», αναφέρει, μεταφέροντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων τις εικόνες που έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στο μυαλό της από όσα είδε, κατά την επίσκεψή της στην Ειδομένη.
«Άδικη η μεταχείριση προς την Ελλάδα»
Η Ανέτ Γκροτ θεωρεί πως η μεταχείριση προς την Ελλάδα είναι άδικη, όπως χαρακτηριστικά λέει, και εκφράζει τον σεβασμό και τον θαυμασμό της προς τον ελληνικό λαό για τη στάση του απέναντι στους πρόσφυγες.
«Είναι πολύ άδικη η μεταχείριση προς την Ελλάδα. Έχω επισκεφθεί τη χώρα σας πολλές φορές κι έχω πάει και στα κέντρα φιλοξενίας μεταναστών. Είδα φοβερά πράγματα και πάντα πίεζα την κυβέρνηση της δικής μου χώρας να στείλει η ίδια και η ΕΕ περισσότερα χρήματα στην Ελλάδα προκειμένου να μπορέσει να παρέχει βοήθεια στους πρόσφυγες. Κοιτάξτε εδώ, είναι κυρίως εθελοντές αυτοί που μοιράζουν τρόφιμα και ρούχα στους πρόσφυγες», υπογραμμίζει η γερμανίδα βουλευτής.
Είναι γνωστό, προσθέτει, «ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση και παρ’ όλα αυτά εγώ εκφράζω τον σεβασμό και τον θαυμασμό μου προς τον ελληνικό λαό που πραγματικά υποδέχεται τους πρόσφυγες και νοιάζονται γι’ αυτούς».
«Καθήκον μας να προστατεύσουμε τους πρόσφυγες»
Σε ό,τι αφορά τη χώρα της, τη Γερμανία, και τις ανησυχίες που έχουν εκφραστεί από διάφορες πλευρές για τον αυξημένο αριθμό των αιτούντων άσυλο, λόγω του έντονου μεταναστευτικού κύματος, η Ανέτ Γκρος σχολιάζει: «Όλο λένε ότι έχουμε κατακλυστεί. Μπορείς να δεις το κύμα των προσφύγων. Δεν ήταν κάτι που συνέβη ξαφνικά στη Γερμανία. Αλλά οι αρχές μας ήταν εν υπνώσει και δεν φρόντισαν να φτιάξουν κέντρα υποδοχής για τους πρόσφυγες. Και τώρα ‘τρέχουμε’ για να βρούμε λύσεις».
Θεωρεί δε, πως η Γερμανία, ως μία από τις πλουσιότερες χώρες του πλανήτη, που έχει υπογράψει το πρωτόκολλο της Γενεύης, έχει καθήκον, όπως και κάθε άλλη χώρα της ΕΕ που έχει υπογράψει την ίδια συνθήκη, να φροντίσει για τους πρόσφυγες.
«Η Γερμανία είναι, επίσης, ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς όπλων. Καταστρέφουμε, λοιπόν, με τα όπλα μας χώρες […] Ας δούμε την Υεμένη. Είναι η επόμενη χώρα, όπου ‘παράγουμε’ πρόσφυγες. Και σε αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια ανθρωπιστική καταστροφή. Η Σαουδική Αραβία αγοράζει στρατιωτικό εξοπλισμό από τη Γερμανία και όλο αυτό είναι μια τρέλα», τονίζει.
«Γι’ αυτό επαναλαμβάνω πως είναι καθήκον μας να προστατεύσουμε τους πρόσφυγες και να σταματήσουμε τις εξαγωγές όπλων κι αυτό είναι ένα θέμα που θα πρέπει να το συζητήσουμε εκτενέστερα, δημόσια», καταλήγει.