Τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατηγόρησαν σήμερα τη συντηρητική κυβέρνηση του Βελγίου ότι ήρθε σε ρήξη με την πάγια ευρωπαϊκή πολιτική της χώρας, καθώς ευθυγραμμίστηκε με τη «σκληρή» στάση της Γερμανίας αναφορικά με το ελληνικό ζήτημα, μια κατηγορία την οποία απέρριψε ο Βέλγος πρωθυπουργός Σαρλ Μισέλ.
«Για πρώτη φορά στην ιστορία της (χώρας), οι εκπρόσωποι του Βελγίου υπήρξαν συστηματικά δακτυλοδεικτούμενοι ότι βρίσκονταν μεταξύ εκείνων που τηρούσαν τη σκληρότερη γραμμή, εκείνη υπέρ της λιτότητας. Πρόκειται για μία τεράστια αλλαγή – που είναι εξαιρετικά λυπηρή – για την ευρωπαϊκή πολιτική της χώρας μας» επισήμανε σε μία ανακοίνωση ο επικεφαλής του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS), Έλιο ντι Ρούπο.
«Έως σήμερα, η χώρα μας είχε πάντα παίξει το ρόλο ενός γεφυροποιού, που εργαζόταν για μια ενωμένη Ευρώπη επίσης όμως κοινωνική και αλληλέγγυα» προσέθεσε ο Ρούπο, που ήταν επικεφαλής της βελγικής κυβέρνησης από τον Δεκέμβριο του 2011 έως τον Οκτώβριο του 2014, όταν αναγκάστηκε να παραδώσει τον πρωθυπουργικό θώκο στον φιλελεύθερο Σαρλ Μισέλ αφού έχασε στις βουλευτικές εκλογές.
«Εμείς πάντα εκτιμούσαμε ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει εντός της ευρωζώνης. Αυτή η άποψη δεν άλλαξε ποτέ. Σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση εμείς εργαζόμασταν κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων τις τελευταίες αυτές εβδομάδες» απάντησε ο Σαρλ Μισέλ σήμερα ενώπιον του βελγικού κοινοβουλίου.
Ο Μισέλ διαβεβαίωσε ότι εργάστηκε, τη νύχτα της Κυριακής προς Δευτέρα με στόχο «να υπάρξει προσέγγιση των διαφορετικών απόψεων, να αποφύγουμε τα δράματα, μία ολοκληρωτική κατάρρευση (των συνομιλιών) που θα οδηγούσε σε περιπέτειες».
Ευρωπαϊκές εφημερίδες όπως η Le Monde και o Guardian είχαν αποκαλύψει αυτό το Σαββατοκύριακο την θέση, που ήταν προσκείμενη σύμφωνα με τις εφημερίδες εκείνη των Γερμανών και της οποίας υπεραμύνθηκε ο υπουργός Οικονομικών του Βελγίου Γιόχαν Φαν Όφερτφελτ.
Ο Όφερτφελτ, στέλεχος της Νέας Φλαμανδικής Συμμαχίας (N-VA), είχε δηλώσει την Κυριακή ότι υπήρχε «ομοφωνία στους κόλπους του Eurogroup ότι οι ελληνικές προτάσεις ήταν πραγματικά ανεπαρκείς».