Την πρόθεσή του να περάσει έναν νόμο που θα υποχρεώνει την κυβέρνησή του και τους διαδόχους του να δημιουργούν πρωτογενές πλεόνασμα όταν η οικονομία είναι εύρωστη αναμένεται να ανακοινώσει ο βρετανός υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Όζμπορν.
«Σε κανονικούς καιρούς, οι κυβερνήσεις της αριστεράς όπως και της δεξιάς θα πρέπει να δημιουργούν ένα πρωτογενές πλεόνασμα ώστε να μειώνουν το χρέος και να προετοιμάζονται για ένα αβέβαιο μέλλον», αναμένεται να πει απόψε ο συντηρητικός υπουργός Οικονομικών κατά τη διάρκεια της ετήσιας ομιλίας του στο Μάνσιον Χάουζ ενώπιον της λονδρέζικης χρηματοπιστωτικής κοινότητας, σύμφωνα με αποσπάσματα της ομιλίας του που δόθηκαν εκ των προτέρων στη δημοσιότητα από τις υπηρεσίες του.
Η κυβέρνηση θα εγγράψει κατά συνέπεια αυτή την αρχή στον προϋπολογισμό που θα παρουσιάσει στις 8 Ιουλίου «για να χαράξει πάνω στο μάρμαρο αυτή τη μόνιμη δέσμευση υπέρ ενός πλεονάσματος». Θα πρέπει στη συνέχεια να ψηφιστεί από τη Βουλή των Κοινοτήτων φέτος και στη συνέχεια το ύψος του πλεονάσματος θα υπολογίζεται ανά τακτά διαστήματα από το Γραφείο για την Υπευθυνότητα στον Προϋπολογισμό (OBR), το οποίο συνέστησε ο Όζμπορν το 2010 προκειμένου να κάνει ανεξάρτητες προβλέψεις για το μέγεθος της ανάπτυξης και των δανειακών αναγκών.
Θα επαφίεται στο OBR να κρίνει το κατά πόσον η οικονομία λειτουργεί με «κανονικό» τρόπο. Σε αντίθετη περίπτωση, όταν υπάρχει ύφεση για παράδειγμα, η κυβέρνηση θα μπορεί να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες και άρα να δημιουργήσει έλλειμμα.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Βρετανίας είχε υπερβεί το 10% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος όταν οι Συντηρητικοί ανήλθαν στην εξουσία το 2010 μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και η παρατεταμένη δυσπιστία της κοινής γνώμης για την οικονομική διαχείριση της προηγούμενης κυβέρνησης των Εργατικών ήταν ένας από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους το κόμμα αυτό δεν μπόρεσε να ανακτήσει την εξουσία το 2015.
Οι συντηρητικοί του πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον κέρδισαν την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 7 Μαΐου.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Βρετανίας ήταν λίγο κάτω από το 5% του ΑΕΠ πέρυσι και ο Όζμπορν είχε πει τον Δεκέμβριο ότι ήθελε να επιτύχει ένα πλεόνασμα έως το δημοσιονομικό έτος 2018-2019, κάτι που οι οικονομολόγοι λένε ότι φαίνεται ένας πολύ άκαμπτος στόχος.
Ο Όζμπορν είπε πως ο Καναδάς και η Σουηδία είχαν υιοθετήσει παρόμοιες πολιτικές στο παρελθόν, κάτι που τις προετοίμασε καλύτερα όταν ήρθε η οικονομική κρίση, και πως η Γερμανία έχει εγγράψει την απαίτηση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς στο σύνταγμά της.
Ωστόσο ορισμένοι οικονομολόγοι εκφράζουν αμφιβολίες για το κατά πόσον μία νομική δέσμευση για δημοσιονομικό πλεόνασμα σχεδόν κάθε χρονιά είναι καλό πράγμα.
«Πρόκειται για ένα βήμα μακριά από την οικονομική σύνεση που εφάρμοσαν υπουργεία Οικονομικών και κεντρικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο», δήλωσε ο Τζόναθαν Πορτς, διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου για την Οικονομική και Κοινωνική Έρευνα, μία ακαδημαϊκή δεξαμενή σκέψης.
Ο Φίλιπ Σόου, οικονομολόγος στην Investec, δήλωσε πως οι βρετανικές κυβερνήσεις έχουν προτείνει στο παρελθόν μακροπρόθεσμους δημοσιονομικούς κανόνες, οι οποίοι όμως σπάνια διήρκησαν. Στην πράξη, μια μελλοντική κυβέρνηση θα μπορούσε να ανακαλέσει οποιονδήποτε νόμο περάσει ο Όζμπορν.
Οικονομολόγοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δήλωσαν αυτό τον μήνα πως η βρετανική οικονομία μπορεί να τα πάει καλύτερα, αν η κυβέρνηση μειώσει το χρέος με πιο αργό ρυθμό.
Η Σουηδία δήλωσε τον Μάρτιο ότι θα αχρηστεύσει τον νόμο για το πλεόνασμα ώστε η κυβέρνηση να μπορέσει να δανειστεί για να χρηματοδοτήσει επενδύσεις.
Ο Πορτς είπε πως είναι καλή ιδέα να υπάρχει ανεξάρτητη εποπτεία της κυβερνητικής πολιτικής για τον προϋπολογισμό, αλλά δεν είναι απαραίτητο να υπάρξει ένα καθαρό πλεόνασμα, καθώς η μεγέθυνση της οικονομίας θα διασφαλίσει τη μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Το χρέος της Βρετανίας παραμένει σημαντικό και συνέχισε να αυξάνεται κατά την διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης Κάμερον (2010-2015) παρότι εφαρμόστηκε μία πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας. Έφθασε τα 1,602 τρισ. λίρες (2,178 τρισ. ευρώ) στα τέλη Απριλίου ή το 86,5% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τον Τύπο, ο Τζορτζ Όζμπορν κατά την ομιλία του στο Μάνσιον Χάουζ θα ανακοινώσει επίσης τη σύγκληση, για πρώτη φορά εδώ και περισσότερα από 150 χρόνια, μίας «Επιτροπής επιτρόπων για τη μείωση του εθνικού χρέους», με τη συμμετοχή επιφανών προσωπικοτήτων της Βρετανίας, όπως ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας και ο πρόεδρος της Βουλής των Κοινοτήτων.
Η επιτροπή αυτή είχε δημιουργηθεί αρχικά για να ενισχύσει τα κρατικά ταμεία μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους και δεν είχε συγκληθεί από το 1860, όταν ο Γουίλιαμ Γλάδστον ήταν ο τότε υπουργός Θησαυροφυλακίου.