Νέα έκκληση προς τους ηγέτες των δυο κοινοτήτων της Κύπρου να προχωρήσουν σε σκληρές αποφάσεις απευθύνει ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Μπαν Κι-μουν, στην έκθεσή του προς τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, παραδεχόμενος παράλληλα ότι δεν υπάρχει ικανοποιητική πρόοδος στις συνομιλίες που διεξάγονται στη Λευκωσία.

Ο ΓΓ του διεθνούς οργανισμού δεν ανακοινώνει την πραγματοποίηση νέας κοινής συνάντησης, επισημαίνοντας ότι στο τέλος Μαρτίου θα αξιολογήσει την κατάσταση και τότε θα αποφασίσει αν θα γίνει ξανά μια τέτοια συνάντηση, σημειώνοντας όμως ότι αν δεν υπάρχει πρόοδος θα ανέμενε από τους ηγέτες των δυο κοινοτήτων να του εξηγήσουν πώς σκοπεύουν να επιλύσουν τις διαφορές τους.

Επίσης, αναφέρεται στην προοπτική σύγκλισης πολυμερούς διάσκεψης, υποστηρίζοντας ότι θα αποφασίσει όταν το κρίνει πως είναι η κατάλληλη ώρα και σε διαβούλευση με τις δύο πλευρές και ότι θα προσδιορίσει αν υπάρχει «επαρκής πρόοδος» στα βασικά εσωτερικά θέματα και σε όλα τα κεφάλαια, για να εγγυάται τη σύγκλιση πολυμερούς διάσκεψης. Όπως αναφέρει, οι παράμετροι μιας τέτοιας συνάντησης συζητούνται και από τους δύο ηγέτες.

Ο Μπαν Κι-μουν εμφανίζεται να ανησυχεί με την πορεία των διαπραγματεύσεων, σημειώνοντας ότι «δεν είναι ικανοποιητικός ο βαθμός προόδου». Όπως και στην έκθεσή του τον περασμένο Νοέμβριο, αλλά και στις δηλώσεις του μετά την κοινή συνάντηση στη Γενεύη, ο ΓΓ καλεί τους δυο ηγέτες να φτάσουν σε συγκλίσεις στα εκκρεμή βασικά κεφάλαια το «συντομότερο δυνατό».

Ο ΓΓ επαναλαμβάνει και πάλι τη θέση του ότι η αρνητική ρητορική έχει αρνητικές επιπτώσεις στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και στις δυο πλευρές, ζητώντας παράλληλα τη συμβολή της διεθνούς κοινότητας.

Σ’ ένα άλλο σημείο της έκθεσής του, θεωρεί ότι σημειώθηκε «ορισμένη πρόοδος» από το Νοέμβριο, μετά την έκκλησή του για εντατικοποίηση των διαπραγματεύσεων και μάλιστα αναφέρει ότι «όπως είπα στους δύο ηγέτες, όταν τους συνάντησα στη Γενεύη στις 26 Ιανουαρίου, έφτασε η στιγμή να έλθουν αντιμέτωποι με σκληρές επιλογές», επισημαίνει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι «οι διαπραγματεύσεις δεν μπορούν να είναι μία διαδικασία χωρίς τέλος, ούτε μπορούμε να αντέξουμε ατέρμονες συνομιλίες για χάριν των συνομιλιών».

Επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς τις δυο πλευρές να επιδείξουν «θάρρος», κάνοντας «πρακτικά βήματα» για να οδηγήσουν τις συνομιλίες σε επιτυχία. Όπως υποστηρίζει, οι δυο ηγέτες πρέπει «να οικοδομήσουν μεγαλύτερο βαθμό αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ τους και μεταξύ των κοινοτήτων τους».

Τέλος, ο Γ.Γ. κάνει αναφορά στα άλλα κεφάλαια του Κυπριακού, στο περιουσιακό, το εδαφικό, στην ασφάλεια και στις εγγυήσεις, σημειώνοντας ότι έχει να αναφέρει «μικρότερη πρόοδο», προσθέτοντας ότι «στο περιουσιακό, ήδη υπάρχει μια ευρεία εννοιολογική κατανόηση για το μηχανισμό με τον οποίο θα επιλυθούν τα ιδιαίτερα δύσκολα αυτά ζητήματα. Ωστόσο, από την τελευταία μου έκθεση, δεν συζητήθηκαν εκκρεμή ουσιαστικά θέματα του περιουσιακού. Οι δεδηλωμένες θέσεις των πλευρών στο περίπλοκο αυτό θέμα παραμένουν σε μεγάλη απόσταση. Επιπλέον, ενώ οι πλευρές άγγιξαν το θέμα του εδαφικού, στη διάρκεια της ταυτοποίησης των βασικών θεμάτων, δεν έχουν ακόμη συμφωνηθεί οι περιστάσεις υπό τις οποίες και οι δύο πλευρές θα ήταν έτοιμες να συζητήσουν αυτό το κεφάλαιο».