Με έντονα ερωτήματα έρχονται αντιμέτωποι τις τελευταίες 48 ώρες κορυφαίοι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου από νομοθέτες και από τον Τύπο σχετικά με το πώς ομάδα του επιτελείου Τραμπ συμπεριέλαβε τον αρχισυντάκτη του περιοδικού «The Atlantic», Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, στους συμμετέχοντες της απόρρητης συνομιλίας στο δίκτυο Signal. Η συνομιλία αφορούσε τα πολεμικά σχέδια μιας επερχόμενης επίθεσης των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Υεμένη. Το μεγάλο ερώτημα που τέθηκε, επίσης, είναι γιατί η ομάδα εθνικής ασφαλείας του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ μοιράστηκε ευαίσθητες πληροφορίες μέσω ενός κοινού τσατ.

Αφού δημοσιεύθηκε το γεγονός, εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας επιβεβαίωσε ότι τα τμήματα της συνομιλίας που μοιράστηκε αρχικά ο Γκόλντμπεργκ «φαίνεται να είναι αυθεντικά».

Στη συνέχεια, την Τετάρτη, το περιοδικό Atlantic δημοσίευσε ολόκληρη τη συνομιλία που έδειχνε τη λεπτομερή ενημέρωση για μια επιδρομή στην Υεμένη τον Μάρτιο. Η αμερικανική κυβέρνηση επέμεινε με κάθε τρόπο την Τετάρτη ότι οι επίμαχες συνομιλίες δεν περιελάμβαναν απόρρητα στρατιωτικά στοιχεία.

Η συνομιλία φαίνεται να περιείχε ευαίσθητες πληροφορίες, ωστόσο, και πολλά παραμένουν αδιευκρίνιστα.

Ήταν οι πληροφορίες απόρρητες τελικά;

Σύμφωνα με ανάλυση του BBC, η αμερικανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες που μοιράστηκαν στη συνομιλία δεν ήταν απόρρητες.

Η Διευθύντρια Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Τούλσι Γκάμπαρντ, δήλωσε στους νομοθέτες κατά τη διάρκεια ακρόασης στο Κογκρέσο ότι η συνομιλία στο Signal ήταν «αληθινή και ιδιαιτέρως σημαντική», αλλά «δεν μοιράστηκαν απόρρητες πληροφορίες».

Ωστόσο, τόσο η ίδια όσο και ο Διευθυντής της CIA, Τζον Ράτκλιφ, φάνηκαν αβέβαιοι όσον αφορά την ταξινόμηση του σχεδίου επίθεσης. Στη συνέχεια, διευκρίνισαν ότι ο Χέγκσεθ, ανώτατος κυβερνητικός αξιωματούχος, είχε την εξουσία να κατατάξει ή να χαρακτηρίσει τις πληροφορίες που μοιράστηκαν.

Ο Χέγκσεθ αρνήθηκε ότι μοιράστηκε απόρρητο υλικό, αλλά οι ειδικοί είναι επιφυλακτικοί σχετικά με το αν αυτές οι ευαίσθητες πληροφορίες δεν θα είχαν την ανάλογη κατάταξη.

«Αυτό που λένε ότι αυτή η συνομιλία δεν περιείχε απόρρητες πληροφορίες είναι αδιανόητο», είπε ο Γκλεν Γκερστέλ, πρώην γενικός σύμβουλος της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA), στο BBC. «Δεν ξέρω αν έκαναν ανοιχτές τις συνομιλίες αργότερα, αλλά οποιαδήποτε επικείμενη στρατιωτική ενέργεια που περιλαμβάνει αμερικανικά στρατεύματα θα έπρεπε να είχε χαρακτηριστεί απόρρητη».

Η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολίνα Λέβιτ, δήλωσε την Τετάρτη ότι «δεν συζητήθηκαν σχέδια πολέμου στη συνομιλία». Αντίθετα, χαρακτήρισε τις συγκεκριμένες πληροφορίες ως «ευαίσθητες πολιτικές συζητήσεις».

Ο Τζαμίλ Τζάφερ, διευθυντής του Ινστιτούτου Εθνικής Ασφαλείας του Πανεπιστημίου Τζορτζ Μέισον, είπε ότι ο Χέγκσεθ δεν έστειλε «ένα επιχειρησιακό σχέδιο για τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο ή για την περιοχή του Ειρηνικού».

«Αλλά αυτές είναι επιχειρησιακές λεπτομέρειες που, όταν αποκαλύπτονται δημοσίως, μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο αμερικανικές ζωές ή να βάλουν σε κίνδυνο την επιτυχία της επιχείρησης», τόνισε στη συνέχεια.

Ποιος πρόσθεσε τον Γκόλντμπεργκ στην ομάδα και γιατί;

Στο αρχικό του άρθρο, ο Γκόλντμπεργκ αναφέρει ότι στις 11 Μαρτίου αρχικά «έλαβε ένα αίτημα σύνδεσης στο Signal από έναν χρήστη με όνομα Μάικλ Ουόλτς», τον σύμβουλο εθνικής ασφαλείας του Τραμπ.

Δύο μέρες αργότερα, γράφει ότι έλαβε μια ειδοποίηση ότι θα εντασσόταν σε μια ομάδα Signal με τίτλο «Houthi PC small group».

Ο Γκόλντμπεργκ αναφέρει ότι η ομάδα έλαβε μήνυμα από τον Ουόλτς, το οποίο σημείωνε επίσης ότι ένας από τους αναπληρωτές του έφτιαχνε μια ομάδα με κορυφαίους συνεργάτες για τη συζήτηση. Την Τρίτη, ο Τραμπ υπέθεσε ότι ένας «χαμηλόβαθμος» υπάλληλος του Ουόλτς πρόσθεσε τον Γκόλντμπεργκ στη συνομιλία.

Ωστόσο, ο ίδιος ο Ουόλτς είπε στη Λόρα Ίνγκραχαμ από το Fox News: «Αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη. Εγώ δημιούργησα την ομάδα».

Ο υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, ο οποίος ήταν επίσης στην ομάδα, δήλωσε την Τετάρτη ότι «κάποιος έκανε λάθος προσθέτοντας τον κ. Γκόλντμπεργκ στη συνομιλία».

Θα υπάρξει κοινοβουλευτική έρευνα;

Μένει να φανεί αν το Κογκρέσο θα ξεκινήσει έρευνες σχετικά με το περιστατικό. Ο Τραμπ είναι Ρεπουμπλικάνος και τα δύο σώματα του Κογκρέσου -η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία-ελέγχονται από το κόμμα του. Αυτό σημαίνει ότι οι επιτροπές που έχουν εποπτεία της εκτελεστικής εξουσίας, του στρατού και της υπηρεσίας πληροφοριών ελέγχονται από Ρεπουμπλικάνους.

Οι Ρεπουμπλικάνοι νομοθέτες έχουν υποστηρίξει πολύ την ατζέντα της κυβέρνησης Τραμπ μέχρι τώρα, οπότε φαίνεται απίθανο να συμφωνήσουν στο να γίνουν έρευνες για τη συγκεκριμένη συνομιλία στο Signal.

Οι Δημοκρατικοί στη Βουλή, σύμφωνα με αναφορές, προσπαθούν να εξαναγκάσουν μια ψηφοφορία για μια έρευνα που θα απαιτούσε από την κυβέρνηση Τραμπ να παραδώσει αρχεία σχετικά με το περιστατικό, σύμφωνα με το Reuters, αλλά δεν διαθέτουν πλειοψηφία.

Ενώ μερικοί Ρεπουμπλικάνοι έχουν εκφράσει ανησυχίες για τη συγκεκριμένη διαρροή πληροφοριών, λίγοι έχουν φανεί πρόθυμοι να αντιταχθούν στον πρόεδρο.

Θα υπάρξουν παραιτήσεις λόγω του περιστατικού στο Signal;

Οι Δημοκρατικοί νομοθέτες ζητούν παραιτήσεις, αλλά προς το παρόν κανένας από τους αξιωματούχους που συμμετείχαν στη συνομιλία στο Signal δεν έχει παραιτηθεί.

Οι Χέγκσεθ και Ουόλτς έχουν δεχτεί τις περισσότερες πιέσεις για να παραιτηθούν και κάποιοι υπουργοί έχουν δηλώσει ότι η υπόθεσή τους θα ελεγχθεί.

«Θεωρώ ότι θα γίνουν μεταρρυθμίσεις και αλλαγές», είπε ο Ρούμπιο στους δημοσιογράφους την Τετάρτη.

Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σίγουρο αν ο πρόεδρος θα ζητήσει από κάποιο μέλος της ομάδας του να αποχωρήσει. Μέχρι στιγμής, ο Λευκός Οίκος έχει ξεκινήσει μια πλήρη υπεράσπιση της συνομιλίας στο Signal και των αξιωματούχων που συμμετείχαν.

Ο Τραμπ δήλωσε στους δημοσιογράφους στο Οβάλ Γραφείο ότι «ο Ουόλτς αναλαμβάνει την ευθύνη», αλλά τόνισε ότι δεν έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στον σύμβουλό του για την εθνική ασφάλεια.

Ο Χέγκσεθ δεν φαίνεται να κινδυνεύει από τον Τραμπ προς το παρόν. «Ο Χέγκσεθ κάνει εξαιρετική δουλειά. Δεν είχε καμία σχέση με αυτό», είπε ο αμερικανός πρόεδρος.

Πόσο συχνή είναι η χρήση του Signal από την κυβέρνηση Τραμπ;

Η χρήση του Signal για τη συζήτηση των επιθέσεων στους Χούθι θέτει ευρύτερα ερωτήματα σχετικά με το πώς οι κορυφαίοι συνεργάτες του Τραμπ μοιράζονται και συζητούν ευαίσθητες πληροφορίες.

Η Γκάμπαρντ επιβεβαίωσε την Τετάρτη ότι το Signal ήταν «προεγκατεστημένο στις κυβερνητικές συσκευές».

Ο Ράτκλιφ δήλωσε νωρίτερα στο Κογκρέσο ότι το Signal είχε εγκατασταθεί στις συσκευές του, όταν ανέλαβε τη CIA. Ωστόσο, παραμένει αβέβαιο αν οι αξιωματούχοι ασφαλείας είχαν δώσει οδηγίες για τη χρήση του Signal αναφορικά με συζητήσεις στρατιωτικών επιχειρήσεων, όπως οι επιθέσεις κατά των Χούθι.

«Δεν είναι ακόμη σαφές εάν η πρόσβαση του δημοσιογράφου ήταν εγκεκριμένη ή όχι», είπε ο Τζάφερ.

Ωστόσο, το CBS News, συνεργάτης του BBC στις ΗΠΑ, έχει αναφέρει ότι η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ είχε προειδοποιήσει τους υπαλλήλους της να αποφεύγουν τη χρήση του Signal λόγω αδυναμίας που είχαν εντοπίσει στη συγκεκριμένη πλατφόρμα.

«Η χρήση του Signal από κοινούς στόχους παρακολούθησης και κατασκοπείας έχει καταστήσει την εφαρμογή έναν εύκολο στόχο για την υποκλοπή ευαίσθητων πληροφοριών», προειδοποίησε σε ανακοίνωσή της η NSA έναν μήνα πριν από το περιστατικό.

Γιατί η ομάδα του Τραμπ χρησιμοποίησε το Signal για να συζητήσει την επίθεση;

Η ομαδική συνομιλία φαίνεται να υποδηλώνει ότι η συζήτηση των αξιωματούχων ήταν συνέχεια εκείνης που είχε προηγηθεί στην Αίθουσα Καταστάσεων του Λευκού Οίκου, ο οποίος αποτελεί έναν από τους πιο ασφαλείς χώρους στην αμερικανική κυβέρνηση.

Αυτό βέβαια είναι ασυνήθιστο, καθώς η ένταξη μελών που δεν μπορούν να παραβρεθούν με φυσική παρουσία στις συζητήσεις γίνονται σε ασφαλή δωμάτια, ειδικά για «ευαίσθητες πληροφορίες».

Οι κορυφαίοι αξιωματούχοι εθνικής ασφάλειας έχουν προϊόντα αυξημένης τεχνολογίας εγκατεστημένα στα γραφεία και τα σπίτια τους, για να εξασφαλίσουν την προστασία των ευαίσθητων πληροφοριών και συζητήσεων.

Αυτό μπορεί, όμως, να προσθέσει έναν επιπλέον βαθμό πολυπλοκότητας στον σχεδιασμό και τον συντονισμό, γεγονός που μπορεί να οδήγησε σε χαλαρότερα πρότυπα ασφαλείας.

«Ό,τι κι αν έχουν, ίσως να μην είναι επαρκές», τόνισε ο Τζάφερ. «Ή ίσως υπάρχουν τόσοι περιορισμοί, που αναγκάζουν τους ανώτερους αξιωματούχους να χρησιμοποιούν παρακάμψεις που μπορεί να δημιουργούν ευπάθειες».