Οι πανηγυρισμοί στη Δαμασκό διακόπηκαν από έναν ψίθυρο: στην άκρη της πόλης βρέθηκε μια πόρτα που οδηγούσε σε έναν τεράστιο υπόγειο χώρο πέντε επιπέδων, όπου κρατούνταν οι τελευταίοι αιχμάλωτοι του καθεστώτος Άσαντ, αγωνιώντας για λίγο αέρα.

Καθώς το νέο διαδόθηκε, αυτοκίνητα έσπευσαν στη φυλακή Σεντνάγια, γνωστή ως «το σφαγείο της ανθρωπότητας», το πιο διαβόητο κέντρο βασανιστηρίων του συριακού καθεστώτος. Ο δρόμος πλημμύρισε από κίνηση και οι φήμες μεταφέρονταν από ανοιχτά παράθυρα αυτοκινήτων: 1.500 κρατούμενοι ήταν παγιδευμένοι υπόγεια και χρειάζονταν άμεσα διάσωση. Οι οδηγοί άφησαν τα αυτοκίνητά τους και συνέχισαν με τα πόδια.

Χιλιάδες φώτα από κινητά τηλέφωνα φώτισαν την πομπή που πέρασε τις πύλες του συγκροτήματος της φυλακής. Πύλες που μέχρι την κατάληψή τους από τους αντάρτες εγγυόνταν είσοδο, αλλά όχι έξοδο. Οι οικογένειες συγκεντρώθηκαν γύρω από φωτιές στον προαύλιο χώρο της φυλακής, περιμένοντας με αγωνία να δουν αν θα αναγνωρίσουν κάποιον από τους επιζώντες.

Σύμφωνα με τον Guardian, οι αντάρτες προσπάθησαν να αποτρέψουν την είσοδο του πλήθους στη φυλακή, πυροβολώντας στον αέρα, αλλά η ορμή των ανθρώπων ήταν ασταμάτητη. Μέσα στη φυλακή, οι άνθρωποι περιπλανιούνταν στους δαιδαλώδεις διαδρόμους, αναζητώντας οποιοδήποτε ίχνος θα τους οδηγούσε στους δικούς τους. Ο χρόνος ήταν κρίσιμος, καθώς οι φήμες έλεγαν πως οι κρατούμενοι στο «κόκκινο τμήμα» πέθαιναν από πείνα και έλλειψη αέρα.

Ο Αχμάντ αλ-Σνεΐν, ψάχνοντας στους διαδρόμους, δήλωσε: «Τρεις από την οικογένειά μου λείπουν. Μας είπαν ότι υπάρχουν τέσσερα επίπεδα υπόγεια και πως οι άνθρωποι εκεί ασφυκτιούν».

Η ίδια η κατασκευή της φυλακής φαίνεται πως ήταν σχεδιασμένη να προκαλεί απώλεια προσανατολισμού. Μια σπειροειδής σκάλα στο κέντρο της, περιτριγυρισμένη από μεταλλικά κάγκελα και μεγάλες ομοιόμορφες πόρτες-θησαυροφυλάκια, οδηγεί στα τρία βασικά τμήματα του συγκροτήματος, καθένα από τα οποία ειδικευόταν σε διαφορετικά είδη βασανιστηρίων. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπήρχαν παράθυρα προς τον έξω κόσμο.

Στους στενούς θαλάμους, γεμάτους με κουβέρτες και ρούχα από τους απελευθερωμένους κρατούμενους, επικρατούσε φρίκη. Τα δικαιώματα των κρατουμένων παραβιάζονταν καθημερινά, με μαρτυρίες να αναφέρουν βιασμούς, ηλεκτροσόκ και ξυλοδαρμούς μέχρι θανάτου. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, στη Σεντνάγια είχαν κρατηθεί έως και 20.000 άτομα.

Στους τοίχους των κελιών υπήρχαν γραμμένα μηνύματα: «Φτάνει πια, πάρτε με». Ένα άλλο μήνυμα κατέγραφε τον θάνατο ενός κρατουμένου, ενώ παρέθετε και έναν αριθμό τηλεφώνου που έμελλε να μην απαντηθεί.

Κατά την έφοδο στη φυλακή, αρχεία καταγραφής κρατουμένων βρέθηκαν και μεταφέρθηκαν από συγγενείς που αναζητούσαν αγαπημένους τους. Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων προειδοποιούν ότι αυτά τα έγγραφα πρέπει να διατηρηθούν προσεκτικά, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη για τους 136.000 ανθρώπους που συνελήφθησαν από το καθεστώς Άσαντ.

Παρά την έντονη αναζήτηση, τη Δευτέρα η Πολιτική Άμυνα της Συρίας ανακοίνωσε ότι δεν βρέθηκαν παγιδευμένοι κρατούμενοι. Ορισμένοι όμως δεν εγκαταλείπουν τις ελπίδες τους.

«Δεν βρήκαμε τίποτα, αλλά θα επιστρέψουμε αύριο», δήλωσε ο 18χρονος Γιαμέν αλ-Αλάι, που ψάχνει τον θείο του από το 2017.

Καθώς οι πρώτοι αποχωρούσαν από τη φυλακή, νέοι άνθρωποι έφταναν ρωτώντας: «Βρήκατε κανέναν;». Η απάντηση ήρθε ψιθυριστά: «Όχι, αλλά ίσως αύριο».