Ήταν ο μόνος που επέζησε από τα 6.000 εβραίοπουλα κάτω των 16 ετών που εκτοπίστηκαν από τη Γαλλία στο Άουσβιτς το 1942. Για πολλά χρόνια ο Ανρί Μπορλάν, ο οποίος απεβίωσε σήμερα σε ηλικία 97 ετών, σιωπούσε. Μόνο σε μεγάλη ηλικία πια έγινε «αφηγητής» ώστε «όλος ο κόσμος να γνωρίσει» τη φρίκη του Ολοκαυτώματος.

Ήταν το νούμερο 51055… Εκείνος, που στην εφηβεία του έζησε τρία χρόνια στην κόλαση, έκρυβε για πολύ καιρό τους πέντε αριθμούς, το τατουάζ που του είχαν κάνει στο αριστερό χέρι, όπως γινόταν με όλους τους εκτοπισμένους που δεν στέλνονταν αμέσως στους θαλάμους αερίων.

Έπειτα από δεκαετίες σιωπής, πείστηκε ότι είχε «ιερό καθήκον» να καταθέσει τη μαρτυρία του για «αυτό το ανήκουστο, αδιανόητο έγκλημα».

Ο Χιρς Μπορλάν γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1927 στο Παρίσι και ήταν το τέταρτο από τα δέκα παιδιά της οικογένειας. Ο μεγαλύτερος, ο Λεόν, δυσφόρησε με το όνομα του νεογέννητου, που δεν «ακουγόταν» γαλλικό και αποφάσισε ότι στο εξής όλοι θα αποκαλούσαν τον μικρό αδελφό του «Ανρί».

Οι γονείς του, Εβραίοι μεν αλλά όχι θρήσκοι, ήταν ένα ζευγάρι που το ένωσε «η αγάπη και η εξορία». Η μητέρα, η Ρασέλ Μπεζνός, διέφυγε με την οικογένειά της από την τσαρική Ρωσία, το αντισημιτικό μίσος και τα πογκρόμ. Ο πατέρας Αρόν ήταν ράφτης από την Οδησσό της Ουκρανίας και ονειρευόταν πάντα να ζήσει στη Γαλλία, τη χώρα που «υπερασπίστηκε τον Ντρέιφους, έναν άγνωστο Εβραίο αξιωματικό».

Η οικογένεια ζούσε μια ήσυχη ζωή στο 13ο διαμέρισμα του Παρισιού, μια λαϊκή συνοικία. «Ο πατέρας μου ήθελε να είμαστε Γάλλοι. Ξέραμε ότι ήμασταν Εβραίοι, ότι καταγόμασταν από μετανάστες, αλλά κυρίως ότι είμαστε Γάλλοι», αφηγήθηκε ο ίδιος ο Ανρί Μπορλάν στο βιβλίο-μαρτυρία που εκδόθηκε το 2012.

Από τον Αύγουστο του 1939 έφυγαν στο Μεν-ε-Λουάρ, στη δυτική Γαλλία. Για να προφυλαχθούν τα παιδιά, τα οποία ήδη φοιτούσαν σε καθολικό σχολείο, βαπτίστηκαν. Ο μικρός Ανρί απέκτησε βαθιά πίστη και μάλιστα ήθελε να γίνει ιερέας. Τελικά, αφού τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές, πήγε μαθητευόμενος στον μηχανικό αυτοκινήτων του χωριού.

Αυτή η ανέμελη ζωή πήρε τέλος στις 15 Ιουλίου 1942, όταν ένα γερμανικό καμιόνι μάζεψε κάποια από τα μέλη της οικογένειας. Ο Ανρί ήταν 15 ετών, ενός μηνός και 10 ημερών. Μαζί με τον πατέρα του, τον αδελφό του Μπερνάρ, 17 ετών και την αδελφή του Ντενίζ, 21 ετών, τους πέταξαν σε υπερφορτωμένα βαγόνια για μεταφορά ζώων. Παραζαλισμένοι, κατάπληκτοι, δεν φαντάστηκαν ποτέ ότι τους οδηγούσαν στην εξόντωσή τους.

«Αγαπημένη μου μαμά, φαίνεται ότι φεύγουμε στην Ουκρανία για τον θερισμό», έγραψε βιαστικά ο Ανρί σε ένα σημείωμα που έφτασε απρόσμενα στον προορισμό του, χάρη σε έναν σιδηροδρομικό υπάλληλο.

Δραπέτευσε το 1945

Τρεις ημέρες αργότερα, όταν άνοιξαν οι πόρτες του τρένου, βρέθηκαν στο Μπιρκενάου, στην Πολωνία και την κόλαση. Τα ουρλιαχτά στα γερμανικά, τα γαυγίσματα των σκύλων, η γύμνια, το ξύρισμα του κεφαλιού και του σώματος, το τατουάζ, η δυσωδία της καιόμενης σάρκας… Μετά, η ριγωτή στολή, τα απάνθρωπα καταλύματα, οι «καπό», οι ατελείωτες ημέρες εξαντλητικής δουλειάς, ο συνεχής φόβος, τα χτυπήματα, οι ψείρες, ο τύφος, η δυσεντερία, η πείνα.

«Η πείνα για κάποιον που τρώει ελάχιστα επί εβδομάδες είναι μια πείνα που τον κυριεύει ολοσχερώς. Δεν είναι δυστυχισμένος, είναι λιμασμένος, είναι όλος μια πείνα. Η απελπισία ήταν για εκείνους που τρέφονταν καλά», θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα.

Μεταφέρεται από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, επιζεί από θαύμα και δραπετεύει στις 3 Απριλίου 1945 από το Μπούχενβαλντ της Γερμανίας, λίγο πριν φτάσουν οι Αμερικανοί.

Επιστρέφοντας στο Παρίσι, δεν λέει τίποτα για τις ωμότητες που βίωσε. Στη μητέρα του, της δίνει μόνο να καταλάβει ότι δεν θα πρέπει να περιμένει την επιστροφή του πατέρα, ούτε του Μπερνάρ και της Ντενίζ. Είναι νεκροί. Δεν του κάνουν ερωτήσεις. Μιλά για τα στρατόπεδα μόνο με τους αγαπημένους του «συνεκτοπισμένους συντρόφους». Αφοσιώνεται στις σπουδές του, γίνεται γιατρός και παντρεύεται μια νεαρή Γερμανίδα, όχι Εβραία, φανατικά αντιναζίστρια.

Όταν πια βγαίνει στη σύνταξη και πολλοί από τους συντρόφους του έχουν ήδη πεθάνει, αναλαμβάνει τον ρόλο του «αφηγητή». Και αφηγείται, ξανά και ξανά, ακατάπαυστα.

Μια μέρα που μιλούσε σε μια τάξη γυμνασίου «ξέσπασε σε λυγμούς» όταν είδε έναν από τους εφήβους να γράφει με δυσανάγνωστα, μικρά γράμματα: «ευχαριστώ που επέζησες».

Αυτήν τη φράση επέλεξε για τίτλο του βιβλίου-μαρτυρία που κυκλοφόρησε το 2012.

Πηγή: ΑΠΕ